μαθήματα
γεωγραφίας

Ηλεκτρονικό βιβλίο

1.        ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.5. Ιστορία της Γεωγραφίας

Στοιχεία Γεωγραφίας υπήρχαν στις σκέψεις των ανθρώπων από τα πανάρχαια χρόνια. Στην αρχή η γεωγραφική ανάλυση από τον άνθρωπο είχε περιοριστεί σε απλές παρατηρήσεις προκειμένου να αναγνωρίζει το χώρο κατοικίας και το χώρο κυνηγιού. Με την πάροδο του χρόνου συγκεντρώθηκαν εμπειρίες, οι οποίες επεκτάθηκαν σε γνώσεις και ως τέτοιες μεταδόθηκαν στις επόμενες γενεές.

Στην 4η χιλιετηρίδα π.Χ. απέκτησαν οι γεωγραφικές γνώσεις μια ιδιαίτερη θέση στην κρατική και διοικητική ζωή των λαών της Ανατολής. Σουμερικές, βαβυλωνικές και ασσυριακές πηγές αναφέρουν γεωγραφικές πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη των διαφόρων περιοχών, την καλλιέργεια αγρών, την άρδευση καλλιεργειών, την εσωτερική συναλλαγή, για σχέδια οικισμών κ.ά. Ανάλογες πληροφορίες άφησαν και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. Αυτή η Γεωγραφία ήταν προεπιστημονική και εξυπηρετούσε πρακτικές ανάγκες της ζωής του ανθρώπου. Η ψευτοεπιστημονική αρχή της Γεωγραφίας βρίσκεται στις μυστικιστικές θρησκευτικές αντιλήψεις για το σχήμα της Γης και για τη σχέση της Γης με τον ουρανό και τον κάτω κόσμο.
Η πρώτη, επίσης, ελληνική Γεωγραφία ήταν εφαρμοσμένη Γεωγραφία και αφορούσε την εξέλιξη των χωρών, τις εμπορικές συναλλαγές, τη ναυσιπλοΐα, τη συγκοινωνία και τις συνθήκες διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων. Με την εξέλιξη της μοναδικής ελληνικής φιλοσοφίας προκύπτει η φιλοσοφική ανάγκη για τη γνώση και εξήγηση της μορφής και των διαστάσεων της Γης, και για τη θέση της στο σύμπαν. Από αυτή τη φιλοσοφική ανάγκη γεννήθηκε η Κοσμολογία και η Κοσμογραφία.

Ο Θαλής ο Μιλήσιος (624-546 π.Χ.) θεωρούσε τη Γη στρόγγυλο δίσκο τον οποίο περιέβρεχε ωκεανός.

Ο Αναξίμανδρος (610-540 π.Χ.) φαντάστηκε τη Γη σαν ένα ελεύθερο κινούμενο κύλινδρο στο σύμπαν. Αυτός κατασκεύασε τον πρώτο χάρτη του τότε γνωστού κόσμου και προσδιόρισε την περίμετρο της ξηράς και της θάλασσας.

Ο Πυθαγόρας (582-507 π.Χ.) διατύπωσε τη θεωρία για τη σφαιρικότητα της Γης.

Από δω και πέρα αναπτύχθηκαν οι πρώτες τάσεις για μια επιστημονική Γεωγραφία. Με τις ευρύτατες εμπορικές συναλλαγές των Ελλήνων αυξήθηκαν οι γεωγραφικές πληροφορίες για τις ξένες χώρες (Ειδική Γεωγραφία).

Ο πολυταξιδεμένος και με φιλοσοφική εκπαίδευση Ηρόδοτος (481-421 π.Χ.), παράλληλα με τις περιγραφές και διηγήσεις σχετικά με τους λαούς των διαφόρων χωρών, έκανε και τις πρώτες παρατηρήσεις για την επίδραση του χώρου στην τύχη των λαών. Έτσι, ο Ηρόδοτος δεν είναι μόνο ο πατέρας της Ιστορίας και Γεωγραφίας, αλλά και ο θεμελιωτής της Πολιτικής και Φυσικής Γεωγραφίας. Με τις αυτές επιστημονικές κατευθύνσεις ασχολήθηκαν στη συνέχεια ιδιαίτερα ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Ιπποκράτης κ.ά., γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα έργα του Δικαιάρχου (310 π.Χ.), μαθητή του Αριστοτέλη.

Ο Ερατοσθένης (276-194 π.Χ.) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο Γεωγραφία, γεωγραφικό πλάτος και μήκος. Απέδειξε μαθηματικά τη σφαιρικότητα της Γης και υπολόγισε με ακρίβεια την περίμετρο της.

Στην περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προώθησαν οι Έλληνες πολυμαθείς την ελληνική παράδοση στη Γεωγραφία. Ο Πολύβιος χαρακτηρίζει τη Γεωγραφία σαν μια χρήσιμη επιστήμη για τη διοίκηση του κράτους, το εμπόριο και το στρατό. Ο Στράβων (67 π.Χ.-23 μ.Χ.), κατ' εξοχήν γεωγράφος, με το έργο του «Γεωγραφικά» συνέβαλε σημαντικά για την προώθηση της Γεωγραφίας, αν και αδιαφόρησε για τις θεωρητικές απόψεις για το μέγεθος και τη μορφή της Γης, για τους ωκεανούς κ.ά. Επίσης κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο πρόσεξαν ιδιαίτερα τη χαρτογραφία, όπως προκύπτει από τα έργα του Μαρίνου του Τύριου (70-130 μ.Χ.).

Την κληρονομιά των Ελλήνων και Ρωμαίων γεωγράφων παρέλαβαν οι Βυζαντινοί. Στη Βυζαντινή περίοδο προωθήθηκε η Ειδική Γεωγραφία. Ο Κοσμάς (630 μ.Χ., που περιέπλευσε τον Ινδικό Ωκεανό), ο Πρίσκος κ.ά. με τις περιγραφές των ταξιδιών τους πλούτισαν σημαντικά τις μέχρι τότε γεωγραφικές γνώσεις. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (913-959 μ.Χ.) από την επιθυμία του να γνωρίσει καλύτερα την αυτοκρατορία του, έγραψε μια Διοικητική Γεωγραφία. Η επιστημονική όμως Γεωγραφία είχε υποστεί τρομερή καταπίεση από την Εκκλησία. Η Εκκλησία απαγόρευε τη χρησιμοποίηση των Ελλήνων συγγραφέων και υποχρέωνε τους γεωγράφους της εποχής αυτής να υποταχθούν σε μια κοσμοθεωρία που ήταν πιο πρωτόγονη απ' αυτήν των αρχαίων λαών της Ανατολής.

Η αραβική επιστήμη αντίθετα έδωσε προτεραιότητα στη Γεωγραφία με τη σκέψη μιας γρήγορης εξάπλωσης του Ισλάμ στη Γη, από τη Σιβηρία μέχρι την Ινδία και από την ανατολική Αφρική μέχρι την Ισπανία. Το έργο του Πτολεμαίου «Σύνταξις» και πολλά έργα αρχαίων Ελλήνων μεταφράστηκαν στα αραβικά. Σημαντικές ήταν οι γνώσεις των Αράβων για τη Φυσική Γεωγραφία, καθώς επίσης και για τα κλιματικά φαινόμενα (μουσώνες κ.λπ.). Έδωσαν πολυάριθμες περιγραφές ταξιδιών και πρόσεξαν ιδιαίτερα την Οικονομική Γεωγραφία. Στους σπουδαιότερους Άραβες γεωγράφους συγκαταλέγονται, ο Ιμπν Μπατούτα, ο Μασούντ και ο Ιμπν Χακάλ. Στις αρχές του Μεσαίωνα η θέση της Γεωγραφίας στη Δύση ήταν η ίδια με αυτή της Βυζαντινής περιόδου. Η Αγία Γραφή ήταν η αφετηρία και ο γνώμονας όλων των επιστημών κατά συνέπεια, και της Γεωγραφίας. Στους αντιπροσώπους αυτής της Γεωγραφίας με πατριαρχική κατεύθυνση συγκαταλέγονται ο Ισίδωρος από τη Σεβίλλη και ο Ορόσιος. Βελτίωση της θέσης της Γεωγραφίας παρατηρήθηκε όταν τα έργα του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου έγιναν γνωστά στην Ευρώπη από τους Άραβες τον 12ο μ.Χ. αιώνα. Ο Bacon κ.ά. έδωσαν νέα ώθηση στην επιστημονική Γεωγραφία. Με τις αποστολές των Νορμανδών στην Ισλανδία, Γροιλανδία και Αμερική, με τις θρησκευτικές, πολιτικές και εμπορικές αποστολές στο εσωτερικό της Ασίας και της Άπω Ανατολής ανακαλύφθηκαν νέα τμήματα της επιφάνειας της Γης. Μια ιδιαίτερη θέση κατείχε η χαρτογραφία της μεσαιωνικής περιόδου. Για μεγάλο διάστημα υπήρχαν στρόγγυλοι χάρτες με κέντρο την Ιερουσαλήμ, με άσχετες παραστάσεις και συχνά με φανταστικό περιεχόμενο. Στο μέσον του 13ου αιώνα επιτυγχάνονται αξιόπιστες χαρτογραφήσεις, κυρίως της Μεσογείου, γιατί χρησιμοποιείται η πυξίδα, η οποία ήταν γνωστή στην Ευρώπη από τον 12ο αιώνα.
Οι ανακαλύψεις από τον 14ο μέχρι τον 16ο αιώνα διεύρυναν την έκταση της μέχρι τότε γνωστής επιφάνειας της Γης. Από τις ανακαλύψεις αυτές ευνοήθηκε ιδιαίτερα η Γεωγραφία. Για την Ιστορία της Γεωγραφίας η περίοδος των ανακαλύψεων είναι αξιοπρόσεκτη από πολλές απόψεις. Κατ' αρχήν έγινε γνωστή τον 16ο αιώνα η μισή περίπου επιφάνεια της Γης και παράλληλα σημειώθηκαν σημαντικές μεταβολές στην οικονομία της Ευρώπης. Κατά την περίοδο αυτή αξιοπρόσεκτο είναι ότι ως επιστημονική βάση για τα ταξίδια χρησιμοποιήθηκαν παλιές απόψεις για την επιφάνεια της Γης, και κυρίως του Πτολεμαίου. Στην άποψη του Πτολεμαίου βασίστηκε ο Κολόμβος και υπολόγισε ότι η απόσταση από την Ισπανία μέχρι τις υποτιθέμενες ακτές της Ασίας ήταν 11.002 Km, ενώ η πραγματική απόσταση είναι 21.350 Km. Η τυχαία ανακάλυψη της Αμερικής ευνόησε τελικά τη Μαθηματική Γεωγραφία και κυρίως τη Χαρτογραφία. Από τον Schoner μέχρι τον Μερκάτορα καταβλήθηκαν προσπάθειες για πλήρη και σωστή απεικόνιση της γήινης επιφάνειας σε χάρτες και σφαίρες με σημαντική επιτυχία.

Τον 17ο και 18ο αιώνα εξελίσσεται η Γεωγραφία σε μια παγκόσμια επιστήμη. Τώρα ήταν σε θέση να αξιοποιήσει την πληθώρα των γνώσεων της πρακτικά, στην πολιτική και οικονομική ζωή. Ο Peschel χαρακτηρίζει το διάστημα αυτό ως εποχή των μετρήσεων.

Με τη σύμβαση Τορδεσίλλα (7.6.1494) είχε κατανεμηθεί η εκτός της Ευρώπης Γη, μεταξύ Πορτογαλίας και Ισπανίας. Πολύ γρήγορα αντέδρασαν δυναμικά η Γαλλία, Αγγλία και Ολλανδία. Τα μέτρα που πήραν στη συνέχεια ήταν από πειρατικές αποστολές, μέχρι σχεδιασμένες πολεμικές επιχειρήσεις στη θάλασσα και στη ξηρά. Οι ερευνητικές αποστολές από τα παραπάνω κράτη είχαν σκοπό τώρα να κυκλώσουν τις ελεγχόμενες από τους Ισπανούς και Πορτογάλους θαλάσσιες διασυνδέσεις. Τα μέτρα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα τη διεύρυνση των γνώσεων για την επιφάνεια της Γης. Με τα μέτρα αυτά συνδέονται και οι κατακτήσεις χωρών από Άγγλους, Γάλλους και Ολλανδούς στη Β. Αμερική, Δ. Ινδίες, ΝΑ Ασία κ.ά. Οι κατακτήσεις αυτές είχαν ιδιαίτερη σημασία γιατί η εισροή υπερπόντιων πρώτων υλών και άλλων οικονομικών αγαθών έδωσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της διεθνούς ισχύος της Γαλλίας, Αγγλίας και Ολλανδίας. Από την άλλη πλευρά η ανακάλυψη των βασικότερων οργάνων (κατοπτρικού εξάντα, χρονομέτρου κ.λπ.) ευνόησε την επιστημονική εξέλιξη της Γεωγραφίας. Οι ανακαλύψεις των οργάνων ευνόησαν αρχικά τη Ναυσιπλοΐα, στη συνέχεια όμως τη Γεωδαισία. Στον τομέα της Μαθηματικής Γεωγραφίας παρατηρήθηκε σημαντική πρόοδος με τον τριγωνισμό από τον Snellius (1617) και με τη μέτρηση του τόξου της Γης από τον Cassini κ.ά. Οι δύο Γερμανοί, ο Varenius με το βιβλίο του «Geographia generalis» και ο Kircher, καθιερώνουν για πρώτη φορά την επιστήμη των φυσιογραφικών φαινομένων η οποία τώρα τα εξετάζει σύμφωνα με τις αιτιώδεις σχέσεις, ή διατυπώνουν, όπως ο Kircher, θεωρίες για το εσωτερικό της Γης και το Βουλκανισμό. Τάσεις προς την κατεύθυνση της Φυτογεωγραφίας εκδηλώνονται στις ταξιδιωτικές περιγραφές του Gmolin, και προς τη Ζωογεωγραφία του Buffon και του Zimmermann. Συμπερασματικά, ο 17ος και 18ος αιώνας μπορούν να χαρακτηριστούν ως περίοδος ακμής της επιστημονικής και εφαρμοσμένης Γεωγραφίας.

Στην Ιστορία της Γεωγραφίας αρχίζει ο 19ος αιώνας με την εποχή του Humboldt και του Ritter.

Ο Humboldt, που είχε πολύπλευρη μόρφωση και είχε ταξιδέψει σχεδόν σ' όλο τον κόσμο, μελέτησε τα αφάνταστα πολύπλοκα φαινόμενα της γήινης επιφάνειας σε σχέση με την τρισδιάστατη διάταξη τους και τα περιέγραψε με νέες μεθόδους. Καθιέρωσε τη μοντέρνα Κλιματολογία, τοποθέτησε τη Φυτογεωγραφία σε νέες βάσεις και προώθησε την Ωκεανογραφία και τη θεωρία περί Βουλκανισμού.

Ο θεωρητικός φιλόσοφος Ritter, που προέρχεται από την περιοχή της παιδαγωγικής επιστήμης εξετάζει τη Γη ως ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ανθρωπότητας. Στο επιμελημένο του έργο, «Γενική συγκριτική Γεωγραφία ως σίγουρη βάση της σπουδής και της εκπαίδευσης στις φυσικές και ιστορικές επιστήμες», προσπαθεί να εξηγήσει την επίδραση των παραγόντων του χώρου στην τύχη των λαών.

Ο Humboldt προώθησε τη Γεωγραφία ως φυσική επιστήμη, ενώ το κύριο αντικείμενο του Ritter ήταν η Ανθρωπογεωγραφία.

Η επιστημονική εξέλιξη της Γεωγραφίας του 19ου αιώνα έγινε κάτω από τη σκιά των διαδοχικών επεκτάσεων των ισχυρών της Ευρώπης πάνω στη Γη. Οι ευρωπαϊκές αποστολές είχαν κυρίως πολιτικούς, αποικιακούς και εμπορικοοικονομικούς στόχους και λιγότερο επιστημονικούς. Αυτή η εποχή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δεύτερη εποχή των ανακαλύψεων. Αφιερώθηκε σχεδόν για την εξερεύνηση του εσωτερικού των Ηπείρων, κυρίως της Αφρικής, της δυτικής Β. Αμερικής, της Ν. Αμερικής, για τη μελέτη των θαλασσών και για ερευνητικές αποστολές στο Β. Πόλο.

Από το 1871 ιδρύθηκαν Έδρες Γεωγραφίας σε, Πανεπιστήμια της Ευρώπης. Από την αρχή διαμορφώθηκαν δύο κυρίως κατευθύνσεις. Η μία της Φυσικής Γεωγραφίας και κυρίως της Γεωμορφολογίας από τον Richthofen, και της Ανθρωπογεωγραφίας από τον Ratzel.

Η Γεωγραφία του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο αριθμό επιστημονικών θεωρητικών αναλύσεων σχετικών με τη φύση και το περιεχόμενο της, και τους σκοπούς και τις μεθόδους ερεύνης της. Ο Hettner και άλλοι ασχολήθηκαν με τα προβλήματα αυτά και έδωσαν κάποια ικανοποιητική λύση. Η εξέλιξη της επιστημονικής Γεωγραφίας της περιόδου αυτής, ευνοήθηκε με την υποδιαίρεση της σε πολλούς επιμέρους κλάδους. Τέλος, η εξέλιξη της τεχνολογίας και των άλλων γενικά επιστημών έχει προσφέρει σημαντική βοήθεια στη Γεωγραφία με την χρησιμοποίηση των computers, των δορυφορικών φωτογραφιών και της κυβερνητικής στη σύγχρονη γεωγραφική έρευνα.



Επιστροφή

Επικοινωνία: vavliak@auth.gr
Τεχνική επιμέλεια: Αλέξανδρος Καλαθάς akalatha@freemail.gr