μαθήματα
γεωγραφίας

Ηλεκτρονικό βιβλίο

12.        ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ (ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ)

12.3. Κατανομή της θερμοκρασίας στη Γη

Εάν η επιφάνεια της Γης ήταν ενιαία ξηρά με σταθερό υψόμετρο, τότε η κλιματική επίδραση του Ήλιου θα εκφραζόταν με ισόθερμες, παράλληλες περίπου προς τους παράλληλους κύκλους.  Η κλιματική επίδραση της αντίθεσης μεταξύ ύδατος και ξηράς, τα διαφορετικά υψόμετρα και η ατμοσφαιρική κυκλοφορία, προκαλούν τις αποκλίσεις στην πορεία των ισόθερμων, που παρατηρούνται στην επιφάνεια της Γης.

Ο κυριότερος παράγοντας, που επηρεάζει την τοπική κατανομή της θερμοκρασίας σ' όλη τη Γη είναι αστρονομικός.  Η τοπική κατανομή της θερμοκρασίας επηρεάζεται από το ύψος του Ήλιου, το οποίο συνδέεται, όπως προαναφέραμε, με την περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο.  Στην περιφορά της Γης βασίζεται και η διαίρεση της Γης στις παρακάτω μαθηματικές ζώνες:

α) Θερμή ζώνη (διακεκαυμένη): Κεντρική γραμμή θεωρείται ο ισημερινός και οριακές οι δύο τροπικοί παράλληλοι.

β) Εύκρατες ζώνες.  Αντιστοιχούν στις ζώνες της Γης μεταξύ των τροπικών και πολικών κύκλων.

γ) Ψυχρές ζώνες:  Βρίσκονται στις πολικές ζώνες, που καθορίζονται από τους πολικούς κύκλους.

Η κλιματική διαίρεση της Γης, που βασίζεται στον υπολογισμό των πραγματικών κλιματικών στοιχείων, δε συμπίπτει με τις μαθηματικές ζώνες.  Οι μεγαλύτερες θερμοκρασίες δεν μετρήθηκαν στον ισημερινό, αλλά στις ξερές περιοχές των περιθωρίων της θερμής ζώνης.  Έτσι ο θερμικός ισημερινός δεν συμπίπτει με το μαθηματικό, θερμικός ισημερινός είναι η γραμμή που συνδέει τις θερμότερες θέσεις στην επιφάνεια της Γης.  Η γραμμή αυτή βρίσκεται βορειότερα από το μαθηματικό ισημερινό.  Ο Ιούλιος του Β. ημισφαίριου είναι κατά 5,2° C θερμότερος από τον Ιανουάριο του Ν. ημισφαίριου, αλλά ο Ιανουάριος του Β. ημισφαίριου είναι κατά 2,3° C ψυχρότερος από τον Ιούλιο του Ν. ημισφαίριου.  Θερμικά, το Β. ημισφαίριο είναι ευνοημένο.  Η κύρια αιτία βρίσκεται στην κατανομή των ηπείρων και θαλασσών στα δύο ημισφαίρια.  Όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, το Β. ημισφαίριο χαρακτηρίζεται ως ηπειρωτικό, και το Ν. ημισφαίριο ως ωκεάνειο.  Το Σχ. 108 δείχνει την πορεία της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας, σε ηπειρωτικό και θαλάσσιο κλίμα.  Οι ήπειροι είναι θερμότεροι από τη θάλασσα κατά τη θερινή περίοδο του έτους, και ψυχρότεροι κατά τη χειμερινή.

Οι χαμηλότερες θερμοκρασίας (-88° C) μετρήθηκαν στο Ν. ημισφαίριο, επειδή η ηπειρωτική μάζα του Ν. πόλου απέχει σημαντικά από τη θάλασσα.


Σχ. 108. Πορεία της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας σε ηπειρωτικό και θαλάσσιο κλίμα. (J. Wagner 1979).

Η θερμοκρασία των θαλασσίων υδάτων είναι περισσότερο σταθερή απ' ότι η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, επειδή το ύδωρ των θαλασσών και ωκεανών δε θερμαίνεται ούτε ψύχεται γρήγορα, εξαιτίας της μεγάλης θερμοχωρητικότητάς του και της κίνησής του που είναι διαρκής.

Στην επιφάνεια των θαλασσών και ωκεανών από άποψη θερμοκρασίας διακρίνουμε τις παρακάτω 9 ζώνες:

Την Τροπική ζώνη, όπου η θερμοκρασία κυμαίνεται από 25°C - 31°C. Τις δύο υποτροπικές ζώνες από 15° C - 33° C.

Τις δύο εύκρατες ζώνες από 10° C -25° C.

Τις δύο υποπολικές ζώνες από 5° C - 10° C.

Τις δύο πολικές ζώνες από -1,9° C - 5° C.

Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας επιδρά στη θερμοκρασία του επιφανειακού στρώματος των θαλάσσιων υδάτων.  Στην τροπική ζώνη η θερμοκρασία των επιφανειακών υδάτων είναι, κατά μέσο όρο, μικρότερη από τη θερμοκρασία του ατμοσφαιρικού στρώματος, που βρίσκεται πάνω από τη θάλασσα.  Στις εύκρατες και ψυχρές ζώνες αντίθετα, η θερμοκρασία των επιφανειακών θαλάσσιων στρωμάτων είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του κατώτερου ατμοσφαιρικού στρώματος.  Η θερμοκρασία του αέρα, σε γεωγραφικό πλάτος 50° είναι κατά μέσο όρο 5° C, ενώ η αντίστοιχη του επιφανειακού θαλάσσιου στρώματος είναι 7° C.  Σε γεωγραφικό πλάτος 60°, η θερμοκρασία του αέρα είναι 0,3° C, ενώ η θερμοκρασία του επιφανειακού θαλάσσιου στρώματος στο ίδιο πλάτος είναι 1,2° C.

Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας μπορεί να επηρεάσει τη θερμοκρασία του θαλάσσιου ύδατος ως ένα ορισμένο βάθος.  Παρατηρήσεις έχουν αποδείξει ότι, στον Ατλαντικό ωκεανό και στη Μεσόγειο θάλασσα, η μεταβολή της θερμοκρασίας, σε βάθος μεγαλύτερο από 400 m, είναι ανεπαίσθητη.

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη θερμοκρασία του θαλάσσιου ύδατος είναι:

α) Το γεωγραφικό πλάτος.  Έχει διαπιστωθεί μία μείωση της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων με την αύξηση του γεωγραφικού πλάτους. Στον ισημερινό είναι 27° C, και στους πόλους -1,9° C.

β) Οι εποχές του έτους.  Έχει διαπιστωθεί ότι, σε ορισμένο γεωγραφικό πλάτος, η θερμοκρασία του επιφανειακού θαλάσσιου ύδατος είναι μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια του θέρους από αυτή του χειμώνα.  Η εποχιακή, όμως, μεταβολή της θερμοκρασίας δεν υπερβαίνει τους 5,5° C.  Οι μεγαλύτερες διαφορές παρατηρούνται στις εύκρατες ζώνες.

γ) Η εναλλαγή ημέρας και νύχτας επηρεάζει τη θερμοκρασία των επιφανειακών θαλάσσιων υδάτων, αλλά η μεταβολή δεν ξεπερνά τους 1,8° C.

δ) Το βάθος.  Όπως αναφέραμε παραπάνω η θερμοκρασία του θαλάσσιου ύδατος μεταβάλλεται με το βάθος.  Στα 400 m φτάνει τους 10° C, από τα 400 m μέχρι 750-1100 m τους 4° C, ενώ σε μεγαλύτερα βάθη η θερμοκρασία μεταβάλλεται ανεπαίσθητα και μπορούμε να πούμε ότι παραμένει σταθερή.

Πρέπει να αναφέρουμε ότι ορισμένες υποθαλάσσιες περιοχές επηρεάζονται από την επίδραση θερμών ή ψυχρών θαλάσσιων ρευμάτων.

Στις πολικές περιοχές, λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών, τα επιφανειακά θαλάσσια ύδατα ορισμένες φορές παγώνουν.  Στην αρχή σχηματίζονται πλάκες πάγου, που ονομάζονται «παγοτηγανίτες».  Πολλές φορές οι πλάκες αυτές συνενώνονται και σχηματίζουν ένα επικάλυμμα από πάγο, πάχους 1,5-5 m, το οποίο καλείται παγόφραγμα.  Τα παγοφράγματα με την επίδραση του ανέμου και των κυμάτων τεμαχίζονται και σχηματίζουν παγόβουνα.  Τα πραγματικά όμως παγόβουνα, με μεγάλες διαστάσεις, προέρχονται από την προέλαση των παγετώνων προς τη θάλασσα (βλ. Φυσική Γεωγραφία).


Επιστροφή

Επικοινωνία: vavliak@auth.gr
Τεχνική επιμέλεια: Αλέξανδρος Καλαθάς akalatha@freemail.gr