Β. ΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ (ΓΕΝΙΚΑ)


 

Β.1. Δομές που δεν συνδέονται με τεκτονικές κινήσεις (ατεκτονικές δομές)

 

    Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με ορισμένα είδη δομών και φαινομένων που δεν οφείλονται άμεσα σε τεκτονικές κινήσεις. Εύκολα όμως πολλά από αυτά συγχέονται λόγω της ομοιότητας τους, με τις τυπικές τεκτονικές δομές. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να αναφερθούν, για να αποφεύγονται τέτοιου είδους συγχύσεις, σε περιπτώσεις που θα τα συναντήσουμε.

    Αυτά είναι:

  1.     Οι ενδoκινητικές διακλάσεις ή διακλάσεις αποχωρισμού. Αυτές δημιουργούνται σε ορισμένα μαγματικά πετρώματα στο στάδιο της κρυσταλλώσεως τους, καθώς επίσης και σε ιζηματογενή πετρώματα, στο στάδιο της διαγένεσής τους. Οφείλονται όπως το δείχνει και η ονομασία τους, σε κινήσεις και τάσεις που δημιουργούνται από εσωτερικές διεργασίες, μέσα στους ίδιους τους σχηματισμούς.

        Οι διεργασίες αυτές λαμβάνουν χώρα, εξ αιτίας ελαττώσεως του όγκου του πρωταρχικού υλικού, κατά το στάδιο του σχηματισμού τόσο ενός μαγματικού, όσο και ενός ιζηματογενούς πετρώματος.

        Με βάση ορισμένους χαρακτήρες που παρουσιάζουν, είμαστε σε θέση να τις διακρίνουμε από τις τυπικές τεκτονικές διακλάσεις. Αυτοί είναι:

    Ι) Το χαρακτηριστικό συνήθως σχήμα τους. II) Οι χαρακτηριστικές επίσης μορφές, που δημιουργούνται από την παρουσία τους (βλ. παρακάτω). III) Από το γεγονός ότι δε βρίσκονται συνήθως σε γεωμετρική σχέση με τα υπόλοιπα τεκτονικά στοιχεία της ευρύτερης περιοχής (π.χ. πτυχές, ρήγματα, γραμμώσεις κλπ) και IV) Από ορισμένους άλλους χαρακτήρες τους, όπως π.χ. για τα ιζήματα, οι ενδοκινητικές διακλάσεις βρίσκονται κάθετα στην στρώση του πετρώματος και αναπτύσσονται συνήθως μεμονωμένα σε κάθε στρώμα, χωρίς δηλαδή να διέρχονται ή να τέμνουν τις επιφάνειες στρώσεως του ιζήματος.

        Παρακάτω αναφέρονται ορισμένες βασικές μορφές από τις ενδοκινητικές διακλάσεις.

        Στα βασικής συστάσεως πετρώματα (βασάλτες, ανδεσίτες κλπ) δημιουργούνται στυλοειδείς αποχωρισμοί (διακλάσεις) σε σχήμα εξαεδρικού πρίσματος, που βρίσκονται κάθετα στην ανώτερη επιφάνεια ψύξεως του μάγματος (Σχ. Β.1).

    Σχ. Β.1: Στυλοειδείς αποχωρισμοί βασάλτου (Asghirei. 1963).

     

        Ορισμένοι φωνόλιθοι και πορφύρες σχηματίζουν ένα στρωματοειδή αποχωρισμό (Σχ. Β.2α), ενώ υποθαλάσσιες εκχύσεις λαβών και ψαμμιτικά πετρώματα σχηματίζουν σφαιροειδείς αποχωρισμούς (Σχ. Β.2β).

        Σε πλουτωνικά πετρώματα π.χ. γρανίτες, διορίτες κ.ά σχηματίζεται ένας τυπικός μαξιλαροειδής, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, αποχωρισμός. Ο αποχωρισμός αυτός είναι αποτέλεσμα τριών καθέτων μεταξύ τους συνόλων διακλάσεων που δημιουργούνται στο στάδιο κρυστάλλωσης του γρανιτικού μάγματος (Σχ. Β.3). Από αυτά το ένα είναι οριζόντιο, ενώ τα άλλα δυο κατακόρυφα. Εξ' αιτίας αυτών των διακλάσεων σχηματίζονται στην αρχή γωνιώδη τεμάχια, σχήματος παραλληλεπιπέδου και στη συνέχεια λόγω μηχανικής αποσάθρωσης (μαξιλαροειδής αποσάθρωση) διαμορφώνονται σε αποστρογγυλλωμένα παραλληλεπίπεδα που δίνουν την εντύπωση μαξιλαριών (Σχ. Β.4).

        Σε ψαμμίτες, καθώς και σε γνευσιακά πετρώματα εμφανίζονται επίσης, πολλές φορές τυπικές εικόνες του μαξιλαροειδή αυτού αποχωρισμού. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις πλουτωνικών πετρωμάτων η δημιουργία του τυπικού αυτού αποχωρισμού οφείλεται σε άλλες αιτίες π.χ. τραπεζοειδείς διακλάσεις, σχιστότητα, επίδραση τεκτονικής καταπόνησης κ.ά.

    Σχ. Β.2: α) Στρωματοειδής αποχωρισμός βασικών πετρωμάτων (Brinkmann II, 1972). β) Σφαιροειδής αποχωρισμός βασικών πετρωμάτων (Asghirei, I963).
    Σχ. Β.3: Τεκτονική δομή ενός πλουτωνίτη, που δημιουργείται στο στάδιο κρυστάλλωσης του. F = παράλληλη υφή λόγω προσανατολισμού ορυκτών, L = οριζόντιες διακλάσεις, S = επιμήκεις κατακόρυφες διακλάσεις, Q = εγκάρσιες κατακόρυφες διακλάσεις, D = διαγώνιες διακλάσεις, Αp = απλιτικές φλέβες. (Από Brinkmann II, 1972). Σχ. Β.4: Μαξιλαροειδής αποσάθρωση πλουτωνίτη (Asghirei, 1963).

     

  2.     Ορισμένες μορφές γραμμώσεων (π.χ. γραμμώσεις από την κίνηση των παγετώνων και ιζηματογενείς γραμμώσεις), καθώς και κυματοειδών σχηματισμών, που δημιουργούνται στο στάδιο της ιζηματογενέσεως ενός σχηματισμού.

        Οι κινήσεις π.χ. του νερού δημιουργούν στην ιλύ του βυθού κυματώσεις και αποτέλεσμα αυτών ιζηματογενείς γραμμώσεις (Σχ. Β.5).

        Οι δομές αυτές παραμένουν και μετά τη διαγένεση στο ίζημα ως υπολείμματα και δείκτες των συνθηκών ιζηματογενέσεως και της τεκτονικής θέσεως του πετρώματος.

    Σχ. Β.5: Οι κινήσεις του νερού προκαλούν ελαφρή κυμάτωση του θαλάσσιου πυθμένα (βλ. και σχ. Β.24α). (Από Brinkmann I, 1964).

     

        Από την πίεση επίσης των ιζημάτων που βρίσκονται πάνω από χαλαρά ιζήματα, στο στάδιο δηλαδή του σχηματισμού τους, δημιουργούνται πολλές φορές, μορφές που μοιάζουν με πτυχώσεις, αλλά είναι τελείως ακανόνιστες (Σχ. Β.6). Το γεγονός αυτό αποτελεί εξ' άλλου ένα κριτήριο, με το οποίο μπορούμε να διακρίνουμε τις «μη γνήσιες αυτές πτυχές» από τις κανονικές «γνήσιες» πτυχές. Οι δομές αυτές αποτελούν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της φάσης του φλύσχη (Wulstige Schichtung).

     

  3.     Οι κοραλλιογενείς σχηματισμοί. Τα κοραλλιογενή συμπλέγματα σχηματίζονται από την απόθεση ασβεστιτικού κυρίως υλικού, που προέρχεται από τα κοράλλια. Αυτά αποτελούν ως γνωστόν θαλάσσιους οργανισμούς που ζουν σε αβαθή και θερμά ύδατα.

     Σχ. Β.6: «Ψευδοπτυχώσεις» λόγω της πίεσης των σχηματισμών στο στάδιο της διαγένεσης.

     

        Τα κοραλλιογενή συμπλέγματα διακρίνονται σε αττόλες, φράγματα και θυσανωτούς υφάλους. Πολλές φορές αποκτούν τεράστια εξάπλωση, όπως τα κοραλλιογενή φράγματα στον κόλπο της Φλώριδας και ΒΑ της Αυστραλίας. Ως αίτια της δημιουργίας τους θεωρούνται κυρίως οι καθοδικές ηπειρογενετικές κινήσεις και οι αντίθετες ανοδικές ευστατικές κινήσεις.

        Όταν το υπόβαθρο υποχωρεί, ή όταν ανέρχεται η στάθμη της επιφάνειας της θάλασσας, τότε τα κοράλλια στην προσπάθεια τους να βρίσκονται πάντοτε στο επιθυμητό βάθος, ανοικοδομούνται προς τα πάνω (Σχ. Β.7). Εφόσον συνεχίζονται οι ανοδικές ή οι καθοδικές αυτές κινήσεις συνεχίζεται και η ανοικοδόμηση των κοραλλιογενών αυτών σχηματισμών.

     

  4.     Δομές που σχηματίζονται από το φαινόμενο της ροής του εδάφους (Solifluktion). Πρόκειται για καθοδικές κινήσεις εδάφους, που βρίσκεται στις κλιτείς οροσειρών των περιπαγετωδών κυρίως περιοχών. Προκαλείται από τις περιοδικές εναλλαγές παγώματος και ξεπαγώματος του εδάφους, καθώς και της ικανότητας ολισθήσεως που αποκτά το έδαφος λόγω του εμπλουτισμού του σε νερό. Η ολίσθηση αυτή διευκολύνεται, επίσης, από την παρουσία αργιλλικού υλικού και την απουσία βλαστήσεως.

    Σχ. Β.7: Ανάπτυξη ενός κοραλλιογενούς υφάλου, λόγω βυθίσεως του θαλάσσιου πυθμένα, ή ανόδου της στάθμης της θάλασσας. 1) Αρχικό στάδιο ανάπτυξης του κοραλλιογενούς υφάλου και παλιά επιφάνεια της θάλασσας. 2) Συνέχιση της ανάπτυξης του κοραλλιογενούς υφάλου, λόγω βυθίσεως της περιοχής. 3) Σημερινό επίπεδο ανάπτυξης του κοραλλιογενούς υφάλου και σημερινή επιφάνεια της θάλασσας. (Από Brinkmann ΙΙ, 1972).

     

        Οι κινήσεις αυτές είναι πολύ αργές και γίνονται αντιληπτές εμμέσως, από την τοξοειδή ανάπτυξη των κορμών των δένδρων, ή από την κάμψη των επιφανειακών τμημάτων των γεωλογικών σχηματισμών (Σχ. Β.8).

    Σχ. Β.8: α) Κάμψη επιφανειακών τμημάτων γεωλογικών σχηματισμών και β) κάμψη των κορμών των δένδρων, λόγω της ολίσθησης του εδάφους.

     

        Ως επακόλουθο των κινήσεων αυτών, είναι η δημιουργία:
    I.  Κοίλων κενών χώρων στις κλιτείς.
    II.  Απότομων κλιτυών.
    IΙI.  Αποθέσεων λατυπών χωρίς διαβαθμισμένη στρώση.

     

  5.     Δομές στενά συνδεδεμένες με το φαινόμενο της ολίσθησης εδάφους και το περιοδικό πάγωμα και ξεπάγωμα του εδάφους είναι:

    1. Οι δακτύλιοι πετρωμάτων. Πρόκειται για χαλαρούς σχηματισμούς με τη μορφή δακτυλίων, όπου το λεπτόκοκκο υλικό συσσωρεύεται στο κέντρο του δακτυλίου, ενώ το αδρόκοκκο κατανέμεται περιφερειακά γύρω από το λεπτόκοκκο. Σε απότομες κλιτείς, λόγω κινήσεως προς τα κάτω, ο δακτύλιος μεταβάλλεται σε έλλειψη. Το μέγεθος των δακτυλίων αυτών ποικίλει (Σχ. Β.9).

      Σχ. Β.9: Παγετώδεις δακτύλιοι πετρωμάτων (Από Brinkmann I, 1964).
    2. Οι παγετώδεις σφήνες: Σε κατακόρυφες ρωγμές γεωλογικών σχηματισμών εισέρχεται νερό και παγώνει, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο όγκος του και να διευρύνεται η ρωγμή προς τα πάνω. Έτσι όταν το νερό ξεπαγώνει προκύπτει ένας κενός χώρος σχήματος σφήνας, που πληρώνεται με κλαστικά υλικά και αποτελεί την παγετώδη σφήνα.
      Διακρίνουμε:

      α) Επιγενετικές παγετώδεις σφήνες, που σχηματίζονται μετά τη δημιουργία του γεωλογικού σχηματισμού, στον οποίον εμφανίζονται και
      β) Συγγενετικές παγετώδεις σφήνες που δημιουργούνται συγχρόνως με τον γεωλογικό σχηματισμό.

      Οι πρώτες πληρώνονται με ψαμμιτομαργαϊκό υλικό, διαφορετικής συστάσεως συνήθως του γειτονικού περιβάλλοντος, ενώ βρίσκονται σε τυπική ασυμφωνία με τα γύρω πετρώματα (Σχ. Β.10α).

      Αντίθετα οι συγγενετικές παγετώδεις σφήνες, εμφανίζονται πληρωμένες με το ίδιο το υλικό του γειτονικού περιβάλλοντος, ενώ παρατηρείται και μια συμφωνία στρώσεις του υλικού πληρώσεως της σφήνας και των γύρω σχηματισμών (Σχ. Β.10β).

      Σχ. Β.10: Παγετώδεις σφήνες (Skriptum ü. Allg. Geol. Vorl. v. Prof. Tollmann, 1975).
    3. Δομές που μοιάζουν με ακανόνιστες πτυχώσεις και οι οποίες περιορίζονται στα ανώτερα επιφανειακά στρώματα. Οι «ψευδοπτυχώσεις» αυτές πολλές φορές παρουσιάζονται με μαιανδρική μορφή. Δημιουργούνται από τάσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του μόνιμα παγωμένου εδάφους στο βάθος και του επιφανειακού περιστασιακά παγωμένου εδάφους κατά τη χειμερινή μόνο περίοδο (Σχ. Β. 11).

      Σχ. Β.11: «Ψευδοπτυχώσεις» εξ αιτίας του διαδοχικού παγώματος και ξεπαγώματος εδαφών, περιπαγετωδών περιοχών (Από Brinkmann I, 1964).

    Οι δομές εi, εii, και εiii που περιγράφησαν, χαρακτηρίζονται από πολλούς και ως «απολιθώματα» γιατί αποτελούν σαφώς δείκτες άλλοτε ψυχρών κλιμάτων, στις περιοχές όπου εμφανίζονται σήμερα και δεν δικαιολογείται η ύπαρξη τους.

     

  6.     Οι κατολισθήσεις στρωμάτων κατά μήκος επιφανειών στρώσεων, που βρίσκονται συνήθως με μεγάλη γωνία κλίσεως προκαλούν απότομα ανάγλυφα που δίνουν την εντύπωση ρηξιγενών επιφανειών (Σχ. Β. 12).

    Σχ. Β.12: Σχηματισμός μιας φαινομενικά «ρηξιγενούς επιφάνειας» λόγω κατολισθήσεως στρώματος κατά μήκος μιας επιφάνειας στρώσεως.

     

  7.     Κατά τη χημική αποσάθρωση (συνδεδεμένη κυρίως με ανθρακικά πετρώματα), προκύπτουν κενοί χώροι μέσα στους σχηματισμούς που πολλές φορές αποκτούν μεγάλες διαστάσεις. Π.χ. τα γνωστά καρστ στα ασβεστολιθικά πετρώματα. Λόγω του βάρους των υπερκείμενων σχηματισμών δημιουργούνται καθιζήσεις με αποτέλεσμα να έχουμε τη δημιουργία ρηγμάτων, τάφρων και των επακόλουθων δομών χωρίς ουσιαστικά την επίδραση τυπικών τεκτονικών δυνάμεων ή γεγονότων (ατεκτονικά ρήγματα) (Σχ. Β. 13).

        Στον ελλαδικό χώρο έγινε πρόσφατα μια προσπάθεια, από ομάδα γερμανών ερευνητών, να παρουσιασθεί η δημιουργία της λεκάνης Πτολεμαΐδας- Αμυνταίου, ως αποτέλεσμα τέτοιων κινήσεων. Τα αποτελέσματα των ερευνών εν τούτοις δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη, για να ελεγχθεί η ορθότητα των απόψεων αυτών, ενώ συγχρόνως οι έρευνες συνεχίζονται στον χώρο αυτό της Δ. Μακεδονίας.

    Σχ. Β. 13: «Ατεκτονικά ρήγματα» λόγω βυθίσεως μιας περιοχής (Autoren Sammlung. Entw. Gesch. d. Erde, 1971).

     

  8.     Λόγω της ανόμοιας ποσότητας αποθέσεως ιζήματος πάνω σ' ένα ανώμαλο υπόβαθρο με αναθολώσεις και βυθίσεις, σχηματίζονται δομές που μοιάζουν με πτυχώσεις (Σχ. Β. 14).

        Οι αντικλινικές μορφές των δομών αυτών αποτελούν παγίδες πετρελαίου. Αποτελούν συνεπώς, ένα ουσιαστικό αντικείμενο έρευνας, στην αναζήτηση κοιτασμάτων πετρελαίου.

    Σχ. Β.14: «Πτυχωσιγενείς δομές» λόγω ανόμοιας αποθέσεως ιζηματογενούς υλικού, σε ανώμαλο υπόβαθρο.

     

  9.     Όταν συμπαγές υλικό βυθίζεται μέσα σε πλαστικότερο υλικό, δημιουργούνται δομές που μοιάζουν με ρήγματα. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί συνεπώς, άλλη μια περίπτωση δημιουργίας «ατεκτονικών ρηγμάτων» (Σχ. Β.15).

    Σχ. Β.15: Κατολισθήσεις σε συμπαγές υλικό, λόγω βυθίσεως τον συμπαγούς υλικού στο ασθενές υλικό του υπόβαθρου.

     

Β.2. Βασικές τεκτονικές δομές (σε περίληψη)

 

    Όταν πάνω σ' ένα γεωλογικό σώμα επιδράσει μια δύναμη, στην αρχή αυτό παραμορφώνεται ελαστικά. Όταν ξεπερασθεί το όριο ελαστικότητας τότε η παραμόρφωση γίνεται πλέον πλαστική. Γεγονός που σημαίνει ότι η αλλαγή που επέρχεται στη μορφή και στον όγκο του σώματος παραμένει και μετά την επίδραση της δύναμης.

    Οι παραμορφώσεις των γεωλογικών σχηματισμών αποτελούν συνήθως, μη αντιστρεπτές παραμορφώσεις. Διακρίνονται σ' αυτές που γίνονται χωρίς να επέλθει ρήξη στο γεωλογικό σώμα και σ' αυτές που συνδέονται με τη δημιουργία ρήξεων στους γεωλογικούς σχηματισμούς.

    Οι πρώτες, μαζί με τις τεκτονικές δομές που τις συνοδεύουν (π.χ. πτυχές) αποτελούν αντικείμενο έρευνας της πτυχογόνου τεκτονικής. Οι δεύτερες, μαζί επίσης με τις τεκτονικές δομές που τις συνοδεύουν (π.χ. ρήγματα, διακλάσεις κ.ά) αποτελούν αντικείμενο έρευνας της ρηξιγενούς τεκτονικής.

    Σε γενικές γραμμές, εν τούτοις και τα δυο αυτά είδη των παραμορφώσεων οφείλονται στην επίδραση παρόμοιων τεκτονικών δυνάμεων. Έτσι μπορεί π.χ. από μια συμπίεση σ' ένα γεωλογικό σχηματισμό να δημιουργηθεί είτε ανάστροφο ρήγμα και επώθηση, είτε πτύχωση. Συχνά όμως, είναι δυνατόν, να σχηματισθούν και τα δυο αυτά είδη των παραμορφώσεων συγχρόνως (Σχ. Β. 16).

Σχ. Β.20: Δημιουργία ανάστροφου ρήγματος, κατά την εξέλιξη μιας πτυχογόνου δομής. (Tollmann, 1973).

 

    Εκείνο το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του είδους και της έντασης μιας τεκτονικής παραμόρφωσης ενός γεωλογικού σχηματισμού είναι το υλικό ή τα υλικά που αποτελείται ο σχηματισμός αυτός. Όταν ένας σχηματισμός π.χ. που αποτελείται από διάφορα υλικά (συνήθως αυτό συμβαίνει) δεχθεί την επίδραση δυνάμεως, τότε κάθε υλικό του θα αντιδράσει διαφορετικά.

    Έτσι αν φανταστούμε π.χ. ότι ένας γεωλογικός σχηματισμός που αποτελείται από παχυστρωματώδεις ασβεστόλιθους ή χαλαζίτες (πετρώματα δηλαδή που θεωρούνται ως συμπαγή, "Kompetente"), σε εναλλαγές με λεπτοστρωματώδη ιζήματα, (λεπτοστρωματώδεις ασβεστόλιθους, ή αργιλλικούς σχιστές, πετρώματα δηλαδή που θεωρούνται ως ασθενή, Inkom-petente) δέχεται την επίδραση δυνάμεων, τότε θα έχουμε την εξής σε γενικές γραμμές εικόνα παραμόρφωσης:

    Στα συμπαγή μέλη του θα αποτυπωθούν κυρίως δομές ρηξιγενούς τεκτονικής ή μεγάλων διαστάσεων δομές πτυχογόνου τεκτονικής, ενώ στα ασθενή μέλη του θα αποτυπωθούν κυρίως δομές πτυχογόνου τεκτονικής, μικρότερων διαστάσεων (Σχ. Β. 17).

Σχ. Β.17: Οι τεκτονικές δομές που θα αποτυπωθούν σ' ένα γεωλογικό σχηματισμό εξαρτώνται από τις μηχανικές ιδιότητες των επιμέρους τμημάτων του σχηματισμού.

    Για την καλλίτερη συνεπώς αξιολόγηση των τεκτονικών φαινομένων, τη μελέτη της μορφής των τεκτονικών δομών, καθώς και την ανάλυση της κινητικής και της δυναμικής τους, οι παρατηρήσεις και οι συγκρίσεις θα πρέπει να περιορίζονται, σε όσο το δυνατόν ομογενείς περιοχές, ως προς τις φυσικές, τουλάχιστον, ιδιότητες τους.

    Δεν θα ήταν υπερβολή να τονίσουμε εν τούτοις, ότι χωρίς αυτή την εναλλαγή συμπαγών και ασθενών υλικών στους γεωλογικούς σχηματισμούς, δεν θα ήταν δυνατή η δημιουργία αυτού του μεγάλου αριθμού μορφών των τεκτονικών δομών, ακόμη και αυτής της πτύχωσης.

    Αλλά το είδος της παραμόρφωσης εξαρτάται επίσης, από την ένταση και το χρόνο δράσης μιας δύναμης πάνω στον γεωλογικό σχηματισμό.

    Εξ' άλλου η θέση του γεωλογικού σχηματισμού, το βάθος που βρίσκεται δηλαδή στην περίοδο της παραμορφώσεως του, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση του τύπου της τεκτονικής δομής που θα σχηματισθεί (Σχ. Β.18).

    Έτσι στους υψηλότερους τεκτονικούς ορίζοντες του φλοιού της γης, κυριαρχεί σε γενικές γραμμές η ρηξιγενής τεκτονική. Σε βαθύτερους ορίζοντες, λόγω αυξήσεως της θερμοκρασίας και της πιέσης, ελαττώνεται η παρουσία των δομών της ρηξιγενούς τεκτονικής, ενώ αυξάνονται, αντίθετα, οι δομές της πτυχογόνου τεκτονικής.

    Σε ακόμη βαθύτερους ορίζοντες του ηπειρωτικού φλοιού επικαλύπτεται εν μέρει ο σχηματισμός πτυγματικών πτυχών ή πτυχών ροής, από μαγματικά φαινόμενα. Έχουμε δηλαδή, κυρίως σχηματισμό μιγματιτών, φαινόμενα ανάτηξης, γρανιτίωσης, καθώς και συγγενικά με αυτά γεγονότα.

    Στον ελληνικό χώρο τμήματα της Σερβομακεδονικής μάζας, όπως και της Ροδοπικής, αποτελούν παραδείγματα αποκαλύψεως αυτών των βαθύτερων οριζόντων του ηπειρωτικού φλοιού.

    Οι τεκτονικές δυνάμεις που προκαλούν τις παραμορφώσεις στον φλοιό της γης, διακρίνονται, βασικά, σε δυο μεγάλες κατηγορίες:

α) στις συμπιεστικές και
β) στις εφελκυστικές

 

Σχ. Β.18: Δισαρμονική τεκτονική. Το «στυλ» της παραμορφώσεως εξαρτάται από τη θέση του γεωλογικού σχηματισμού. (Από Brinkmann //, 1972).

 

    Ως αποτέλεσμα μιας συμπίεσης (φαινόμενο συνδεδεμένο συνήθως με ορογενετικά γεγονότα), προκύπτει μια ελάττωση των αρχικών διαστάσεων των γεωλογικών σχηματισμών, ή μεγάλων περιοχών του φλοιού της γης, κατά το οριζόντιο επίπεδο και αντίστοιχη αύξηση των διαστάσεων κατά το κατακόρυφο επίπεδο. Συγχρόνως προκαλείται σε ορισμένες περιπτώσεις και μια αύξηση των αρχικών διαστάσεων των σχηματισμών, περιορισμένης κλίμακας όμως, κατά τη διεύθυνση αναπτύξεως τους (παράλληλα δηλαδή στην παράταξη ή παράλληλα στη διεύθυνση του Β-άξονα) πίνακας Ι, σχήμα Β.19.

Σχ. Β.19: Οι βασικοί τύποι των τεκτονικών παραμορφώσεων. (Breddin, I967).

 

    Ως αποτέλεσμα ενός εφελκυσμού, προκύπτει κυρίως μια αύξηση των αρχικών διαστάσεων του γεωλογικού σχηματισμού κατά το οριζόντιο επίπεδο με αντίστοιχη ελάττωση (λέπτυνση) κατά το κατακόρυφο (Πίν. Ι).

  1. Τεκτονικές δομές συνδεδεμένες με συμπίεση, είναι:

    1. Δομές πτυχογόνου τεκτονικής (Σχ. Β.19).

      α1) Το μεγαλύτερο μέρος των πτυχών.
      α2) Τα Boudinage

    2. Δομές ρηξιγενούς τεκτονικής (Σχ. Β.19, Πίν. Ι).

      β1) Ανάστροφα ρήγματα που προκαλούν εφιππεύσεις και επωθήσεις.
      β2) Λεπιώσεις, τεκτονικά καλύμματα.
      β3) Ρήγματα οριζοντίων μετατοπίσεων.
      β4) Ένα μεγάλο μέρος των διακλάσεων (π.χ. διατμητικές διακλάσεις και πτεροειδείς διακλάσεις, Σχ. Β.20α, β).
      β5) Σχιστότητα.

  2. Τεκτονικές δομές συνδεδεμένες με εφελκυσμό, είναι:

    1. Δομές πτυχογόνου τεκτονικής (Σχ. Β.21).

      α1) Κάμψεις, κυρτώσεις.
      α2) Τα Boudinage.

    2. Δομές ρηξιγενούς τεκτονικής (Σχ. Β. 19, Πίν. Ι).

      β1) Κανονικά ρήγματα, που προκαλούν τις μεταπτώσεις. Δομές στενά συνδεδεμένες με τα κανονικά αυτά μεταπτωτικού χαρακτήρα ρήγματα, αποτελούν τα τεκτονικά κέρατα και οι τεκτονικές τάφροι.
      β2) Ρωγμώσεις, οι οποίες πολλές φορές εμφανίζονται πληρωμένες με μαγματικά υλικά. Μια πιθανή, συνεπώς, μεταλλοφορία, θα πρέπει να αναμένουμε συχνά, σ' αυτές τις επουλωμένες ρωγμώσεις.
      β3) Ένα μέρος των διακλάσεων θραύσεως και των πτεροειδών διακλάσεων (Σχ. Β.20β).
      β4) Ρήγματα οριζοντίων μετατοπίσεων.

Σχ. Β.20: α) Πτεροειδείς διακλάσεις. β) Γενετική ταξινόμηση διακλάσεων.
Σχ. Β.21: Σχηματισμός μορφής πτυχώσεως από εφελκυσμό. Τελικό αποτέλεσμα δημιουργία κανονικού ρήγματος. (CTH 16, 1977).

 

    Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ, ότι ένα μεγάλο μέρος των τεκτονικών δομών εφελκυσμού, αποτελούν συνοδά φαινόμενα των τεκτονικών δομών συμπίεσης, που όπως αναφέρθηκε, είναι στενά συνδεδεμένες με τον κύκλο της ορογενετικής εξέλιξης.

    Τυπικές εν τούτοις τεκτονικές δομές εφελκυσμού, ως ανεξάρτητα γεγονότα, εμφανίζονται κυρίως, σε περιοχές που βρίσκονται έξω από ορογενετικές οροσειρές (π.χ. Σαξονική τεκτονική, βλ. Κεφ. Γ).

    Τέλος, οι τεκτονικές δομές που συνδέονται με ηπειρογενετικές κινήσεις θα πρέπει να εξετασθούν χωριστά, διότι μαζί με τις παραμορφώσεις του φλοιού της γης, που προέρχονται από τα σεισμικά κύματα, αποτελούν συνήθως ελαστικές παραμορφώσεις.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι

Σχέσεις μεταξύ των συνηθέστερων τύπων των ρηξιγενών τεκτονικών δομών (C.T.H. 1967)

Οι βασικότεροι τύποι των αντίστοιχων υποδιαιρέσεων, αναγράφονται κάθε φορά με χοντρά γράμματα

 

Οι δομές αυτές διακρίνονται σε μεγάλων διαστάσεων αναθολώσεις και βυθίσεις του ηπειρωτικού φλοιού της γης (Σχ. Β.19). Αυτές δεν αποτελούν ευδιάκριτες παραμορφώσεις και δεν προκαλούν ή προκαλούν εντελώς ασήμαντη αλλαγή της προϋπάρχουσας θέσης και δομής των γεωλογικών σχηματισμών.

 

Β.3. Γεωλογικά στοιχεία που μπορούν να μετρηθούν

 

    Για την περιγραφή και τη μελέτη των γεωλογικών σχηματισμών και δομών εκτός των άλλων, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η διάταξη στο χώρο των επιφανειακών και γραμμικών στοιχείων.

    Τα επιφανειακά και γραμμικά αυτά στοιχεία αποτελούν εκφράσεις των τεκτονικών-γεωλογικών δομών. Με άλλα λόγια, το μεγαλύτερο μέρος των γεωλογικών-τεκτονικών δομών εκφράζεται είτε ως επιφανειακό, είτε ως γραμμικό στοιχείο.

    Η γένεση των γεωλογικών-τεκτονικών δομών είναι δυνατόν να αποδοθεί σε φαινόμενα ιζηματογένεσης, διαγένεσης, μεταμόρφωσης, μαγματισμού και τεκτογένεσης.

    - Τα ιζηματογενή φαινόμενα, είναι διεργασίες που γίνονται στην επιφάνεια της γης και στηρίζονται στις επί μέρους διεργασίες της διάβρωσης, αποσάθρωσης, μεταφοράς και απόθεσης των υλικών.

    Τα φαινόμενα της διαγένεσης είναι διεργασίες που γίνονται στην επιφάνεια της γης ή σ' ένα μικρό βάθος κάτω από την επιφάνεια και επιδρούν στα ιζηματογενή πετρώματα μετά το στάδιο της απόθεσης τους. Μ' αυτά συνδέεται, αποξήρανση και μετατροπή του ιζήματος σε συμπαγή σχηματισμό, καθώς επίσης ανακρυστάλλωση ή σχηματισμός νέων ορυκτών.

    - Μαγματικά φαινόμενα είναι διεργασίες κατά τις οποίες, από την ψύξη και κρυστάλλωση ενός πυριτικού τήγματος (μάγμα), σχηματίζονται τα μαγματικά πετρώματα. Όταν η κρυστάλλωση αυτή γίνει στην επιφάνεια της γης, ή σε μικρό βάθος, δημιουργούνται ως γνωστό, τα ηφαιστειακά πετρώματα (π.χ. βασάλτης). Κρυστάλλωση του μάγματος σε μεγαλύτερο βάθος έχει ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό των πλουτωνικών πετρωμάτων (π.χ. γρανίτης), καθώς επίσης και ενός μεγάλου μέρους των φλεβικών πετρωμάτων.

    - Φαινόμενα μεταμόρφωσης αποτελούν διεργασίες, κατά τις οποίες, προκαλούνται μεταβολές στις ορυκτολογικές παραγενέσεις των πετρωμάτων, καθώς και στην υφή τους. Οι μεταβολές αυτές γίνονται συνήθως, ενώ ακόμη το πέτρωμα βρίσκεται σε στερεά κατάσταση και οφείλονται στο γεγονός, ότι το πέτρωμα βρέθηκε για μια ορισμένη αιτία σε διαφορετικές φυσικό-χημικές συνθήκες (π.χ. πίεση - θερμοκρασία), από αυτές του πρωταρχικού περιβάλλοντος, όπου σχηματίσθηκε.

    - Τεκτονικά φαινόμενα είναι διεργασίες κατά τις οποίες δημιουργούνται μηχανικές παραμορφώσεις στους γεωλογικούς σχηματισμούς, από την επίδραση τεκτονικών δυνάμεων. Εκφράζονται συνήθως σε κάμψεις και σε διαρρήξεις.

 

Β.3.1. Επιφανειακά στοιχεία* (σχ. Β.22α,β)

*Με τον όρο «επιφανειακά στοιχεία» εννοούμε το σύνολο των γεωλογικών δομών που εμφανίζονται και μετρούνται ως επιφάνειες.

 

    1. Επιφάνειες στρώσης. Παράλληλες στη στρώση των ιζηματογενών πετρωμάτων επιφάνειες διαχωρισμού. Διαχωρίζουν τα ιζηματογενή πετρώματα στις επί μέρους μικρομονάδες, τα στρώματα.

     2. Επιφάνειες ασυνεχειών. Αποτελούν επιφάνειες διαχωρισμού γεωλογικών σωμάτων και διαχωρίζουν σειρές ή τύπους πετρωμάτων διαφορετικής συστάσεως, αποχρώσεως, υφής και πολλές φορές ηλικίας. Συνήθως φανερώνουν ένα χρονικό κενό μεταξύ των σχηματισμών που διαχωρίζουν.

         Οφείλονται σε φαινόμενα ιζηματογενή, μαγματικά, μεταμόρφωσης και τεκτονικά. Τα πετρώματα που διαχωρίζουν οι επιφάνειες αυτές δυνατόν να βρίσκονται σε συμφωνία ή ασυμφωνία.

     3. Επιφάνειες διασταυρωμένης στρώσης. Κεκαμμένες επιφάνειες μέσα σε στρώματα ιζηματογενών πετρωμάτων, που προήλθαν λόγω μεγαλύτερης ταχύτητας ροής του νερού στα σημεία αυτά.

      4. Τραπεζοειδείς επιφάνειες. Επιφάνειες αποχωρισμού, με μικρή συνήθως γωνία κλίσεως σε μαγματίτες και μεταμορφωμένα πετρώματα, αποτέλεσμα προσανατολισμού ορυκτών.

     5. Επιφάνειες κατατμήσεων. Επιφάνειες διαχωρισμού στα πετρώματα, χωρίς μετατόπιση των επιμέρους τμημάτων του πετρώματος εκατέρωθεν της διάρρηξης. Σχηματίζονται είτε από τεκτονική παραμόρφωση, είτε στο στάδιο της διαγένεσης ενός ιζήματος, είτε στο στάδιο κρυσταλλώσεως ενός μάγματος.

        Ανάλογα με τη γεωμετρική τοποθέτησής τους ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία δομής των γεωλογικών σχηματισμών, είναι δυνατόν οι κατατμήσεις να διακριθούν σε επιμήκεις, εγκάρσιες, οριζόντιες και διαγώνιες.

     6. Επιφάνειες ρηγμάτων. Τεκτονικές επιφάνειες διαχωρισμού κατά μήκος των οποίων μετατοπίζονται οι γεωλογικοί σχηματισμοί.

Ανάλογα με τη σχετική κίνηση των τμημάτων του πετρώματος που βρίσκονται εκατέρωθεν της ρηξιγενούς επιφάνειας, τα ρήγματα διακρίνονται σε τρεις μεγάλες ομάδες:

α) Ανάστροφα
β) Κανονικά
γ) Ρήγματα οριζοντίων μετατοπίσεων.

     7. Επιφάνειες σχιστότητας. Παράλληλες ή ριπιδοειδείς διατεταγμένες επιφάνειες διαχωρισμού σε τεκτονικά παραμορφωμένα πετρώματα. Οι επιφάνειες αυτές βρίσκονται συνήθως, σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Κατά μήκος των επιφανειών αυτών παρατηρούνται μικρής κλίμακας μετακινήσεις των τμημάτων του πετρώματος, φαινόμενα διαλύσεως, ανακρυστάλλωσης ορυκτών και σχηματισμός νέων ορυκτών.

1. Επιφάνειες στρώσεως 2. Επιφάνεια ιζηματογενούς ασυνέχειας. Οι α και β σχηματισμοί βρίσκονται σε ασυμφωνία.
3. Διασταυρωμένη στρώση
Σχ. Β.22α: Επιφανειακά στοιχεία (2. Από Brinkmann ΙΙ, 1972, 3. Ashgirei, 1963).
1. Επιφάνειες σχιστότητας 2. Επιφάνειες σχιστότητας
3. Ρήγματα κανονικά 4. Διακλάσεις
Σχ. Β.22β: Επιφανειακά στοιχεία. (Από Brinkmann II, 1972).

 

 

Β.3.2. Γραμμικά στοιχεία

 

α) Τεκτονικά γραμμικά στοιχεία (σχ. Β.23).

 

α1) Γράμμωση διατομής. Πρόκειται για γράμμωση που προκύπτει από την τομή δυο διασταυρωμένων επιφανειών, ετεροειδών ή ομοειδών (π.χ. δυο επιφανειών σχιστότητας, ή μιας επιφάνειας σχιστότητας και μιας στρώσεως κ.ο.κ.).

α2) ’ξονες πτυχής. Γράμμωση που προκύπτει από τη σύνδεση των σημείων της εντονότερης κάμψης ενός κεκαμμένου γεωλογικού σχηματισμού. Από τη σύνδεση των υψηλότερων ή χαμηλότερων σημείων της κάμψης προκύπτει η κορυφαία και πυθμαία γράμμωση της πτυχής. Οι Β-άξονες μικροπτυχών μεγέθους mm δημιουργούν συνήθως, τις γραμμώσεις ρυτίδωσης. Η γράμμωση αυτή παρατηρείται κυρίως στα μεταμορφωμένα πετρώματα.

α3) Γράμμωση ολίσθησης. Γραμμώσεις στις επιφάνειες των ρηγμάτων, που αποτελούν ενδείξεις των επί μέρους κινήσεων, των τμημάτων που βρίσκονται εκατέρωθεν του ρήγματος.

α4) Γράμμωση που προκύπτει από τον προσανατολισμό επιμηκών ή επιμηκυσμένων, μετά από τεκτονική καταπόνηση, ορυκτών, κροκαλών ή και ορυκτολογικών συσσωματωμάτων. Συνδέεται, κυρίως, με μεταμορφωμένα ή ισχυρά τεκτονισμένα πετρώματα (τεκτονίτες).

 

β) Γραμμώσεις συνδεδεμένες με ιζηματογένεση (σχ. Β.24).

 

β1) Στενές αυλακώσεις στις πάνω επιφάνειες στρωμάτων των ιζηματογενών πετρωμάτων. Προκύπτουν από τη μεταφορά και την τριβή πάνω στο μαλακό ίζημα σκληρότερων υλικών (κροκαλών, φυτών, απολιθωμάτων κ.ά.) που γίνεται από τη δράση ισχυρών ρευμάτων ροής.

β2) Ρυτιδώσεις στις επιφάνειες των ιζημάτων που προκύπτουν από τη δράση του ανέμου, ρευμάτων ροής ή κυματοειδών κινήσεων του νερού.

β3) Γραμμώσεις στις επιφάνειες γεωλογικών σχηματισμών ή των μοραίνων, που προκύπτουν κατά την κίνηση των παγετώνων. Σκληρά υλικά (κροκάλες κ.ά.) που κουβαλάει ο παγετώνας στη βάση του, τρίβονται πάνω στο υπόβαθρο, όπου κινείται ο παγετώνας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία των χαρακτηριστικών αυτών γραμμώσεων.

 

γ) Γραμμώσεις σε μαγματίτες (Σχ. Β.24).

 

γ1) Γράμμωση που προκύπτει από τον προσανατολισμό επιμηκών ορυκτών ή ορυκτολογικών συσσωματωμάτων (Schlieren), ως αποτέλεσμα της κίνησης του μάγματος. Η γράμμωση αυτή αντιγράφει συνεπώς τη διεύθυνση της ροής του μάγματος.

γ2) Γραμμικοί σχηματισμοί πάνω στην εξωτερική επιφάνεια ηφαιστειακών πετρωμάτων, που σχηματίζονται λόγω της ροής του μάγματος.

γ3) Γραμμικός προσανατολισμός από φυσαλίδες αερίων σε ηφαιστειακά πετρώματα.

 

1. Γράμμωση διατομής 2. Γράμμωση ρυτίδωσης (B1). Γράμμωση από προσανατολισμό ορυκτών (L1).
3. Επαναπτυχωμένοι Β-άξονες 4. Γραμμώσεις ολίσθησης, πάνω σε ρηξιγενή επιφάνεια
Σχ. Β.23: Τεκτονικά γραμμικά στοιχεία. (Από Brinkmann II, 1972).
α) Ρυτιδώσεις από την κίνηση νερού β) Γραμμώσεις από την κίνηση παγετώνα
γ) Schlieren δ) Γράμμωση από τη ροή λάβας
Σχ. Β.24: α και β. Ιζηματογενείς γραμμώσεις. (Από Brinkmann I, 1964). γ και δ. Γραμμώσεις σε μαγματίτες. (γ. από Brinkmann III, 1967 δ. Entw. Gesch. d. Erde, 1967).

 

Β.3.3. Καθορισμός της θέσεως στον χώρο των επιφανειακών στοιχείων

 

    Η θέση μιας γεωλογικής επιφάνειας (επιφανειακό στοιχείο) είναι δυνατόν να καθορισθεί και να αναπαρασταθεί πλήρως με τις παρακάτω τρεις παραμέτρους (Σχ. Β.25α).

Σχ.Β.25: α) Παράταξη διεύθυνση κλίσης και γωνία κλίσης επιφανειακού στοιχείου, β) Παράταξη διεύθυνση κλίσης και γωνία κλίσης, γραμμικού στοιχείου (CTH 12, 1972).

 

1. Παράταξη (διεύθυνση). Ως παράταξη επιφάνειας χαρακτηρίζεται η γωνία (αζιμούθιο) που σχηματίζει η διεύθυνση μιας οριζόντιας ευθείας πάνω στην επιφάνεια αυτή, με τον μαγνητικό βορρά. Η παράταξη μιας κεκλιμμένης ή κατακόρυφης επιφάνειας είναι ίδια σε κάθε σημείο της επιφάνειας αυτής. Αντίθετα η παράταξη μιας οριζόντιας επιφάνειας μπορεί να λάβει άπειρες τιμές, με αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή να μη είναι δυνατός ο ορισμός της.

2. Γωνία κλίσης. Ως γωνία κλίσης επιφάνειας χαρακτηρίζεται η γωνία που σχηματίζει το οριζόντιο επίπεδο με τη μέγιστη κλίση της επιφάνειας.

3. Διεύθυνση κλίσης. Ως διεύθυνση κλίσης χαρακτηρίζεται η διεύθυνση προς την οποία βυθίζεται η επιφάνεια. Η διεύθυνση αυτή βρίσκεται κάθετη στην παράταξη. Συμπίπτει με την προβολή, στο οριζόντιο επίπεδο της νοητής ευθείας, που ανήκει στη δεδομένη επιφάνεια και είναι κάθετη στην παράταξη της.

     Επειδή μια επιφάνεια με ορισμένη παράταξη και γωνία κλίσης είναι δυνατόν να βυθίζεται προς δυο διαφορετικές διευθύνσεις, για τον ακριβή καθορισμό της θέσης της, θα πρέπει οπωσδήποτε να δίδεται η διεύθυνση κλίσης της. Π.χ. μια επιφάνεια που έχει ΒΔ-ΝΑ παράταξη, πιθανόν να έχει διεύθυνση κλίσης προς τα ΒΑ ή ΝΔ. Θα πρέπει λοιπόν να εξακριβώσουμε ποιο από τα δυο συμβαίνει.

 

Β.3.4. Καθορισμός της θέσεως στο χώρο των γραμμικών στοιχείων

 

    Ο προσδιορισμός της θέσεως ενός γραμμικού στοιχείου γίνεται κατά παρόμοιο τρόπο με αυτόν του επιφανειακού στοιχείου (Σχ. Β.25β).

1. Παράταξη. Ως παράταξη ενός γραμμικού στοιχείου χαρακτηρίζεται η γωνία που σχηματίζει με τον μαγνητικό βορρά η διεύθυνση της προβολής του στο οριζόντιο επίπεδο.

2. Γωνία κλίσης. Γωνία κλίσης γραμμικού στοιχείου χαρακτηρίζεται η γωνία που σχηματίζει το γραμμικό αυτό στοιχείο με το οριζόντιο επίπεδο.

3. Διεύθυνση κλίσης (ή βύθιση). Διεύθυνση κλίσης γραμμικού στοιχείου (ή βύθιση γραμμικού στοιχείου) χαρακτηρίζεται η διεύθυνση προς την οποία βυθίζεται το γραμμικό αυτό στοιχείο. Σε αντίθεση με το επιφανειακό στοιχείο, η διεύθυνση κλίσης του γραμμικού στοιχείου, ταυτίζεται με την παράταξη του.

     Έτσι ένα γραμμικό στοιχείο με παράταξη ΒΔ-ΝΑ σημαίνει ότι θα έχει διεύθυνση κλίσης (βύθιση) προς τα ΒΔ ή ΝΑ. Ένδειξη που θα πρέπει και εδώ, να δίδεται, για τον ακριβή καθορισμό της θέσης του γραμμικού στοιχείου.

     Οι μετρήσεις των παραπάνω παραμέτρων γίνονται με τη γεωλογική πυξίδα. Στην περίπτωση που χρησιμοποιούμε την πυξίδα Clar, μετράμε συνήθως κατά περίπτωση τη διεύθυνση και τη γωνία κλίσης του γραμμικού ή επιφανειακού στοιχείου και όχι την παράταξη, την οποία υπολογίζουμε έμμεσα ως εξής: Όταν μετράμε επιφανειακό στοιχείο, στη μέτρηση που παίρνουμε (διεύθυνση κλίσης), προσθέτουμε ή αφαιρούμε 90° για να βρούμε την παράταξη, ενώ όταν μετράμε γραμμικό στοιχείο, η μέτρηση που παίρνουμε δείχνει συγχρόνως και την παράταξη του γραμμικού στοιχείου.

 

Β. 4. Συμβολισμοί δομών και εννοιών της τεκτονικής

 

    Για τη γρηγορότερη και ευκολότερη αναγραφή τεκτονικών δομών και εννοιών χρησιμοποιούνται συχνά ορισμένες συντομογραφίες (συμβολισμοί), διεθνώς αναγνωρισμένες.

    Αναφέρουμε τις κυριότερες από αυτές:

s ή sf

- επιφάνεια σχιστότητας

ss ή So

- επιφάνεια στρώσεως

ΚΙ και st

- διάκλαση και ρήγμα αντίστοιχα

a,b,c

- άξονες υφής του τριαξονικού συστήματος αναφοράς (κατά Sander)

a

- ’ξονας υφής που δείχνει τη διεύθυνση της κύριας κινήσεως, σε μια τεκτονική παραμόρφωση.

b

- ’ξονας υφής που ταυτίζεται με τον Β-άξονα των πτυχών,

c

- ’ξονας υφής κάθετος στο ab-επίπεδο (σε ρομβική συμμετρία).

0k0 ή ac-επιφάνεια

- Επιφάνεια κάθετη στο Β-άξονα της πτυχής

h00 ή bc-επιφάνεια

- Επιφάνεια παράλληλη στο αξονικό επίπεδο της πτυ­χής.

00l ή ab-επιφάνεια

- Επιφάνεια παράλληλη στους a και b άξονες.

hkl-επιφάνεια -

- Επιφάνεια που βρίσκεται σε τυχαία θέση ως προς τους a,b,c άξονες. Κάθε άλλη επιφάνεια που βρίσκεται παράλλη­λη προς ένα από τους a,b,c άξονες, στο γενικό συμβολισμό hkl, παίρνει την ένδειξη 0 για κείνον τον άξονα που είναι πα­ράλληλη, λαμβάνοντας υπόψη ότι η h-ένδειξη αντιστοιχεί στη θέση του επιπέδου ως προς τον a-άξονα, η k-ένδειξη αν­τιστοιχεί στη θέση του επιπέδου ως προς τον b-άξονα και η l-ένδειξη αντιστοιχεί στη θέση του επιπέδου ως προς τον c-άξονα (π.χ ένα επίπεδο παράλληλο μόνο στον b-άξονα, θα συμβολισθεί ως h0l-επίπεδο κ.ο.κ.).

x,y,z

- ’ξονες υφής (κατά Schmidt), αντίστοιχοι των a,b,c αξό­νων.

β-άξονας

- Είναι ιδεατός άξονας η διεύθυνση του οποίου δεν μπορεί συνήθως να μετρηθεί απ' ευθείας, αλλά υπολογίζεται με την κατασκευή του αντίστοιχου διαγράμματος Schmidt. Πρόκει­ται στην πραγμα­τικότητα για τη γράμμωση διατομής που προκύπτει από την τομή δυο ομοειδών τεκτονικών επιφα­νειακών δομών (π.χ. δυο επιφανειών σχιστότητας).

δ-άξονας

- Ισχύουν τα ίδια με τον β-άξονα, με τη διαφορά, ότι προ­κύπτει από την τομή δυο ετεροειδών επιφανειακών δομών (π.χ. μιας επιφάνειας σχιστότητας και μιας επιφάνειας στρώσεως).  Η διεύθυνσή του συμπίπτει με τον Β-άξονα.

Β-άξονας

- ’ξονας πτυχής.

R ή L

- Γράμμωση, γενικά.

π-κύκλος

- Ο μέγιστος κύκλος, πάνω στον οποίο βρίσκονται οι πό­λοι ομοειδών s ή ss-επιφανειών.

π-πόλος

- Πόλος του π-κύκλου. Συμπίπτει με τον πόλο του Β-άξονα ή του β-άξονα.

S-Τεκτονίτης

- Χαρακτηρισμός για τεκτονίτη (τεκτονισμένο γενικά πέ­τρω­μα) στον οποίο εμφανίζεται ένα και μόνο σύ­στημα επι­φάνειας σχιστότητας (Σχ. Β.26α).

Β-Τεκτονίτης

- Έκφραση για τεκτονίτη στον οποίον εμφανίζεται Β-άξο­νας (είτε Β-άξονας πτυχής, είτε Β-άξονας διατ­μήσεως, (Σχ. Β.26 β,γ).

R-Τεκτονίτης

- Β-τεκτονίτης στον οποίο παρατηρείται μια περι­στροφή των ορυκτών γύρω από τον Β-άξονα.

Q-διακλάσεις ή ρήγματα

- Εγκάρσιες διακλάσεις ή εγκάρ­σια ρήγματα. Βρίσκονται κάθε­τα στον b-άξονα

ý

 Αναφορικά με τη σχέση τους ως προς a,b,c άξονες, ή ως προς τη διεύθυνση ανάπτυξης πλουτωνικών κυρίως μαζών

S-διακλάσεις ή ρήγματα

-  Επιμήκεις ή παράλληλες δια­κλά­σεις, επιμήκη ή παράλληλα ρήγματα. Βρί­σκονται παράλλη­λα στον b-άξονα.

L-διακλάσεις ή ρήγματα

- Οριζόντιες διακλάσεις ή οριζό­ντια ρήγματα. Ταυτίζονται με το ab-επίπεδο.

D-διακλάσεις ή ρήγματα

-  Διαγώνιες διακλάσεις ή διαγώ­νια ρή­γματα. Βρίσκονται σε τυ­χαία θέση ως προς τους a,b,c άξονες.

 

Σχ. Β.26: Είδη τεκτονιτών (CTH 5, 1965).

Προηγούμενο

Κεφάλαια

Επόμενο

1 _ 3 4 5 6 7 8 9