ΗΜΕΡΗΣΙΟΙ ΑΝΕΜΟΙ

Στην κατηγορία αυτή των ανέμων ανήκουν οι άνεμοι εκείνοι που δημιουργούνται στη διάρκεια του 24ώρου, εξαιτίας της διαφοράς θερμοκρασίας που παρατηρείται, τόσο κατά την ημέρα, όσο και κατά τη νύχτα, ανάμεσα στην ξηρά και στη θάλασσα ή ανάμεσα σε πεδινές και ορεινές περιοχές. Οι άνεμοι αυτοί είναι:
α. Η θαλάσσια αύρα
Στη διάρκεια της ημέρας, όταν ο ουρανός είναι, συνήθως, αίθριος και ο καιρός χωρίς ανέμους, η ξηρά θερμαίνεται γρηγορότερα και ισχυρότερα από τη θάλασσα, γιατί η θάλασσα έχει μεγάλη θερμοχωρητικότητα και είναι διαπερατή σε μεγάλο βάθος από τις ηλιακές ακτίνες. Γι' αυτό, πάνω από την ξηρά, 2-3 ώρες μετά από την ανατολή του ήλιου, η ατμοσφαιρική πίεση γίνεται μικρότερη απ' ό,τι «άνω από τη θάλασσα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ανέμου που πνέει από τη θάλασσα προς την ξηρά (σχήμα 8.1α).
Ο άνεμος αυτός ονομάζεται θαλάσσια αύρα ή, κοινά, «μπάτης» ή «μπουκαδούρα».
Η ένταση της θαλάσσιας αύρας αυξάνεται μέχρι τις πρώτες απογευματινές ώρες και, στη συνέχεια, ελαττώνεται. Στις πρώτες νυκτερινές ώρες η θαλάσσια αύρα παύει να πνέει. Το μέγιστο της έντασης του ανέμου αυτού σημειώνεται κατά την ώρα της μέγιστης θερμοκρασιακής διαφοράς ανάμεσα στην ξηρά και στη θάλασσα. Η διεύθυνση της θαλάσσιας αύρας είναι κάθετη στην ακτή, και μπορεί να φθάσει σ' από στάση 20-40 Km απ' αυτή, όταν το ανάγλυφο είναι ομαλό και η διαφορά θερμοκρασίας ξηράς-θάλασσας μεγάλη. Το ύψος που μπορεί να φθάσει το ρεύμα αυτό είναι 500 m περίπου.

Σχήμα 8.1 Θαλάσσια και απόγειος αύρα.
Αύρα

β. Η απόγειος αύρα
Στη διάρκεια της νύκτας ψύχεται τόσο η ξηρά όσο και η θάλασσα. Όμως, η ξηρά ψύχεται γρηγορότερα απ' ό,τι η θάλασσα, με αποτέλεσμα η πίεση πάνω από την ξηρά τη νύκτα να γίνεται μεγαλύτερη απ' ό,τι πάνω από τη θάλασσα. Έτσι, δημιουργείται άνεμος με διεύθυνση από την ξηρά προς τη θάλασσα (σχήμα 8.1β). Ο άνεμος αυτός λέγεται «απόγειος αύρα» και πνέει μέχρι, περίπου, την ανατολή του ήλιου. Η ένταση και το ύψος της απόγειας αύρας είναι πολύ μικρότερη από την ένταση και το ύψος της θαλάσσιας αύρας. Το ύψος της, μάλιστα, είναι μικρότερο από 100 m. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι θερμομετρικές διαφορές ξηράς-θάλασσας είναι μεγαλύτερες την ημέρα παρά τη νύκτα.
Του ίδιου μηχανισμού και γενεσιουργού αιτίου, με τη θαλάσσια και απόγεια αύρα, είναι και οι αύρες των λιμνών, των δασών ή, γενικά, χλοερών και παρακειμένων γυμνών εδαφών.
γ. Οι αύρες κοιλάδων και βουνών
Οι αύρες αυτές είναι συστήματα ανέμων (σχήματα 8.2 α και β), που πνέουν στη διάρκεια της ημέρας από τα χαμηλότερα προς τα υψηλότερα σημεία επικλινών εδαφών (αύρα κοιλάδων) και κατά τη νύκτα, αντίθετα (αύρα βουνών). Οφείλονται στη διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω στην πλαγιά, σε σχέση με τη θέρμανση εκείνου που βρίσκεται στο ίδιο υψόμετρο, αλλά στην ελεύθερη ατμόσφαιρα.
Για την αύρα των κοιλάδων έχουμε τον παρακάτω μηχανισμό: Τη μέρα, με αίθριο, κυρίως, ουρανό, ο αέρας στο βάθος των κοιλάδων θερμαίνεται περισσότερο απ' ό,τι ο αέρας στις επικλινείς επιφάνειες των κοιλάδων. Αυτό αποδίδεται στο γεγονός της μεγαλύτερης σύγκλισης και άρα πρόσθεσης της ανακλώμενης και εκπεμπόμενης ακτινοβολίας μεγάλου μήκους κύματος από τις πλαγιές κάθε κοιλάδας. Έτσι, ο περισσότερο θερμός αέρας γίνεται ελαφρότερος και ανεβαίνει, κατά μήκος των πλαγιών, προς τις κορυφές, απ' όπου και απομακρύνεται ακτινικά. Συνάμα, σύμφωνα και με την αρχή της συνέχειας των ατμοσφαιρικών μαζών, νέος αέρας, σχετικά ψυχρότερος, κατεβαίνει στο μέσο της κοιλάδας και αναπληρώνει τα προηγούμενα κενά ροής. Με τον τρόπο αυτό συμπληρώνεται ολόκληρο το σύστημα της κυκλοφορίας της αύρας των κοιλάδων (σχήμα 8.2 α).
Η αύρα κοιλάδας αρχίζει μετά την ανατολή του ήλιου και παύει γύρω στη δύση, όπως και η θαλάσσια αύρα. Εκδηλώνεται, όταν δεν επικαλύπτεται από ισχυρότερα, γενικά, ρεύματα αέρα. Είναι περισσότερο έκδηλη στις νότιες πλαγιές και, μερικές φορές, με ευνοϊκές συνθήκες μπορεί να ξεπεράσει και τα 5 m/sec. Γίνεται αισθητή και σε ύψη 100-150 από το έδαφος. Στις βόρειες πλαγιές μόλις ανιχνεύεται. Η αύρα των κοιλάδων, που είναι τύπου «αναβατικού» ανέμου, αποκτά ιδιαίτερη σημασία κατά το θέρος, οπότε ο ανερχόμενος αέρας ψύχεται αδιαβατικά, συμπυκνώνεται ένα μέρος των υδρατμών του και σχηματίζονται, έτσι, σύννεφα που δίνουν, συνήθως, βροχές ή και καταιγίδες.
Στην περίπτωση της αύρας βουνών, ο μηχανισμός της κυκλοφορίας είναι ακριβώς αντίθετος με τον παραπάνω μηχανισμό της αύρας των κοιλάδων. Η νυκτερινή αύρα ορέων, που αποτελεί έναν τύπο «καταβατικού» ανέμου, είναι κάπως ασθενέστερη κοντά στο έδαφος

Σχήμα 8.2 Μηχανισμός κυκλοφορίας κατά το σχηματισμό αύρας: α) κοιλάδας και β) βουνού.

Αύρα ορέων