ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΕΙΣ ΜΙΚΡΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ


Είναι γνωστό ότι, κατά τη νύχτα, το έδαφος ψύχεται εξαιτίας της θερμικής του ακτινοβολίας προς το διάστημα. Στην περίπτωση που η θερμοκρασία ΤΕ των επιφανειών των διαφόρων σωμάτων του εδάφους, που είναι εκτεθειμένα στη νυχτερινή ακτινοβολία, κατέλθει στη θερμοκρασία Td του σημείου δρόσου του παρεδάφιου στρώματος του αέρα, τότε οι υδρατμοί, οι οποίοι περιέχονται στον αέρα, συμπυκνώνονται με διάφορες μορφές πάνω στις επιφάνειες αυτές (υδατώδεις ατμοσφαιρικές αποθέσεις). Ευνοϊκές συνθήκες για τέτοιες συμπυκνώσεις είναι: α) αίθριος νυχτερινός ουρανός (έντονη νυχτερινή ακτινοβολία), β) η μεγάλη αφετική ικανότητα των επιφανειών και η θερμική τους μόνωση από το έδαφος, γ) η άπνοια ή ο υποπνέων άνεμος, δ) η συνεχής τροφοδοσία του αέρα με υδρατμούς (παρουσία ποταμών, λιμνών ή θαλασσών) και ε) η μεγάλη τιμή της σχετικής υγρασίας των παρεδαφίων στρωμάτων του αέρα και η μικρή τιμή της ειδικής υγρασίας στην τροπόσφαιρα (ανεμπόδιστη διαφυγή στο διάστημα της γήινης ακτινοβολίας).
Στις συμπυκνώσεις μικρής διάρκειας συμπεριλαμβάνονται:

α. Η ΔΡΟΣΟΣ (dew)
Αν συμβεί κατά τη συμπύκνωση των υδρατμών να είναι 0°C <ΤΕ <Td, τότε σχηματίζεται η δρόσος, που αποτελείται από υδροσταγόνες πάνω στις διάφορες επιφάνειες του εδάφους (χλόη, φύλλα δένδρων κλπ.). Στην περίπτωση που η ΤΕ πέσει κάτω από τους 0 °C μετά το σχηματισμό της δρόσου, τότε η δρόσος λέγεται παγωμένη δρόσος (white dew).
Η δρόσος είναι φαινόμενο μικρής σημασίας για τις περιοχές με υγρά κλίματα. Όμως, αυτή αποτελεί πηγή νερού για το έδαφος, σε ξηρές περιοχές ή περιόδους ξηρασίας, γι' αυτό αποκτά πάρα πολύ μεγάλη σημασία στη γεωργία.
Η ετήσια πορεία του μέσου αριθμού ημερών δρόσου, πάνω από την ελληνική περιοχή, εμφανίζει διπλή κύμανση, στις περισσότερες περιοχές, με το ένα μέγιστο κατά την Aνοιξη και το άλλο κατά το Φθινόπωρο.
Πράγματι, στα 83% του συνόλου από τους 86 μετ. σταθμούς που εξετάστηκε η πορεία των μηνιαίων μέσων τιμών περιπτώσεων εμφάνισης του φαινομένου της δρόσου, ο μέσος αριθμός ημερών δρόσου εμφανίζει δυο μέγιστα. Απ' αυτά, το ένα εμφανίζεται την Aνοιξη και το άλλο το Φθινόπωρο. Ανάλογα με την εποχή, στην οποία εμφανίζεται το πρωτεύον και το δευτερεύον μέγιστο, οι σταθμοί της χώρας μας μπορεί να ταξινομηθούν σε δυο κατηγορίες:
1. Η πρώτη περιλαμβάνει τους σταθμούς εκείνους, όπου το πρωτεύον μέγιστο σημειώνεται το Φθινόπωρο (μεγάλη συχνότητα παρατηρείται, κυρίως, το Νοέμβριο) και το δευτερεύον κατά την Άνοιξη ή τον Ιούνιο. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κατά το πλείστο οι νησιωτικοί, οι παράκτιοι και οι πεδινοί μετ. σταθμοί.
2. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι σταθμοί εκείνοι, όπου το πρωτεύον τους μέγιστο εμφανίζεται κατά την Aνοιξη (η μεγάλη συχνότητα σημειώνεται τον Μάϊο) και το δευτερεύον κατά το Φθινόπωρο ή συνήθως το Δεκέμβριο. Αυτή περιλαμβάνει, κυρίως, τους ηπειρωτικούς και τους ορεινούς μετ. Σταθμούς Στους περισσότερους από τους εξεταζόμενους μετεωρολογικούς σταθμούς (77%), το πρωτεύον ελάχιστο της ετήσιας κύμανσης του μέσου μηνιαίου αριθμού ημερών δρόσου σημειώνεται κατά τη χειμερινή περίοδο και το δευτερεύον κατά τη θερινή, ενώ στους άλλους μετ. σταθμούς: Σουφλίου, Σερρών, Πτολεμαΐδας, Κόνιτσας, Αυλιώτες, Πάτρας, Καλαβρύτων, Τρίπολης και Τζερμιάδες, παρατηρείται το αντίθετο. Σε μερικούς μετ. σταθμούς (Φλώρινα, Λιδωρίκι, Ικαρία, Καλαμάτα, Μεθώνη, Κως) είναι δυνατό να παρατηρηθεί και τριπλή ετήσια κύμανση του μέσου μηνιαίου ετήσιου αριθμού ημερών δρόσου. Σ' άλλους σταθμούς δεν αποκλείεται και το γεγονός να σημειωθεί και απλή ετήσια κύμανση, όπως συμβαίνει στους μετ. σταθμούς Χαλκίδας, Ελληνικό και Γότρυς.
Οι μεγαλύτερες μέσες ετήσιες τιμές περιπτώσεων εμφάνισης του φαινομένου της δρόσου έχουν σημειωθεί στους μετ. σταθμούς: Κομοτηνής (137.0 ημέρες), Κέρκυρας (120.0 ημέρες), Σερρών (108.2 ημέρες), Ν. Φιλαδέλφειας (103.5 ημέρες), Τζερμιάδων (102.3 ημέρες), Τρίπολη (99,3 ημέρες) και Αναβρύτων (92.2 ημέρες).
Όσο αυξάνει το γ. πλάτος και το υψόμετρο μιας περιοχής, τόσο η συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου της δρόσου ελαττώνεται. Τέλος, οι ορεινές περιοχές της νότιας ελληνικής περιοχής εμφανίζουν μεγάλες τιμές του μέσου ετήσιου αριθμού ημερών δρόσου, σ' αντίθεση με τις παραλιακές και νησιωτικές, που εμφανίζουν, σχετικά, μικρές τιμές.
β. Η ΠΑΧΝΗ (Hoar-frost)
Στην περίπτωση που συμβαίνει να είναι ΤΕ < Td < 0 °C, τότε στις επιφάνειες των αντικειμένων ή χιονιού σχηματίζονται απευθείας λευκοί παγοκρύσταλλοι. Το φαινόμενο αυτό λέγεται πάχνη. Αυτή μπορεί να παρατηρηθεί και σε ρωγμές βράχων, παγετώνων, ακόμη μάλιστα και μέσα σε σπίτια χωρίς θέρμανση.
Είναι δυνατό, με έντονη νυχτερινή ακτινοβολία, να σχηματιστεί στρώμα πάχνης πάνω στην επιφάνεια του εδάφους. Στην περίπτωση αυτή το έδαφος χαρακτηρίζεται σαν παχνοσκεπές. Για το σχηματισμό, της πάχνης χρειάζεται η συνύπαρξη του συνόλου των ευνοϊκών προϋποθέσεων. Αυτές είναι:
α. Η επικράτηση ψυχρής αέριας μάζας.
β. Η ύπαρξη ανέφελου ουρανού, παράγοντας απαραίτητος για τη δημιουργία έντονης νυχτερινής ακτινοβολίας.
γ. Η επικράτηση συνθηκών άπνοιας ή υποπνέοντα ανέμου. Από σχετικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στην ελληνική περιοχή προκύπτει ότι ο σχηματισμός της πάχνης είναι αδύνατος, αν η ταχύτητα του ανέμου υπερβεί το όριο των 2 m/sec
δ. Το ανάγλυφο υποβοηθεί ή παρεμποδίζει το σχηματισμό της πάχνης. Τα φυσικά βυθίσματα της επιφάνειας της γης ευνοούν το σχηματισμό της πάχνης (πυθμένες κοιλάδων κλπ.). Απεναντίας, η κορυφή ενός λόφου, στην ίδια περιοχή, θεωρείται μια δυσμενής θέση για το σχηματισμό της πάχνης, γιατί οι κορυφές των λόφων είναι, συνήθως, υψηλότερες από τα μέσα ύψη των αναστροφών της θερμοκρασίας.
Η ετήσια πορεία του μέσου αριθμού ημερών πάχνης εμφανίζει απλή κύμανση, με μέγιστο κατά το χειμώνα, κυρίως κατά τον Ιανουάριο. Η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου της πάχνης στον ελληνικό χώρο, σημειώνεται στις Σέρρες (33.9 ημέρες), στην Τρίπολη (32.7 ημέρες), στα Καλάβρυτα (30.6 ημέρες), στην Κόνιτσα, στη Δεσφίνα, στην Πτολεμαΐδα, στην Ορεστιάδα, στα Φάρσαλα, στη Δράμα, στα Ιωάννινα και στην Κομοτηνή, όπου ο μέσος ετήσιος αριθμός ημερών πάχνης είναι ≥ των 20 ημερών.
Μηδενική ή ελάχιστη συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου της πάχνης σημειώνεται, κυρίως, στα πεδινά, παραλιακά και νησιωτικά διαμερίσματα της χώρας. Πουθενά, σ' ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, δεν παρατηρείται το φαινόμενο της πάχνης κατά τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες. Η πάχνη είναι καταστρεπτική για τα φυτά. Πρέπει ν' αντιμετωπίζεται σαν αποτέλεσμα του παγετού και όχι σαν αίτιο.
γ. Η ΟΜΙΧΛΗ (Fog)
Η ομίχλη είναι ένα νέφος που εφάπτεται του εδάφους και περιορίζει την οριζόντια ορατότητα κάτω από 1 Km. Με τον όρο « ορατότητα» ή διαφάνεια της ατμόσφαιρας νοείται η πιο μεγάλη απόσταση, στην οποία ένα αντικείμενο είναι καλά ορατό κάτω από κανονικές συνθήκες φωτισμού.
Η ομίχλη αποτελείται από πολύ λεπτά σταγονίδια, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των υδρατμών στρώματος αέρα που βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια της γης. Διακρίνεται σε ομίχλη εξάτμισης και σε ομίχλη ψύξης. Και στις δυο περιπτώσεις απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη, αφενός, πυρήνων συμπύκνωσης και, αφετέρου, κορεσμένης ατμόσφαιρας (ή κοντά στον κόρο, αν οι πυρήνες είναι πολύ υγροσκοπικά σώματα).
Στην περίπτωση που ο περιορισμός της οριζόντιας ορατότητας είναι μεταξύ 1 Km και 2 Km, το νέφος αυτό λέγεται αχλύς. Αυτή διακρίνεται σε ξηρή (haze) ή υγρή (mist), ανάλογα με το αν αυτή οφείλεται σε λεπτή σκόνη (ή και σε σωματίδια αλατιού) ή είναι υδρομετέωρο που αποτελείται από μικροσκοπικά αιωρούμενα υδροσταγονίδια, αντίστοιχα.
Η ξηρή αχλύς προκαλεί περιορισμό της οριζόντιας ορατότητας, όχι όμως σε σημαντικό βαθμό. Απεναντίας, η υγρή αχλύς, που περιέχει, πολλές φορές, και κονιορτούς ή καπνούς σε περιοχές με έντονη βιομηχανική δραστηριότητα, περιορίζει σημαντικά την ορατότητα και μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα είδος μιας ελαφράς ομίχλης.
Είναι σκόπιμο να τονιστεί ο ανθυγιεινός ρόλος της αχλύος (ξηρή, υγρή), όταν σχηματίζεται πάνω από μεγαλουπόλεις και βιομηχανικές περιοχές.
Η ομίχλη δημιουργείται από εξάτμιση, όταν ψυχρός αέρας έρχεται σ' επαφή με θερμά νερά. Τότε, η μέγιστη τάση των υδρατμών είναι μεγαλύτερη στην επιφάνεια του νερού παρά στον υπερκείμενο αέρα, οπότε η εξατμιζόμενη ποσότητα νερού συμπυκνώνεται και σχηματίζεται έτσι η ομίχλη.
Η ομίχλη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον άνθρωπο. Οι συνέπειες, από την επικράτηση της, στους περισσότερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι αρνητικές. Το γεγονός αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, αν αναλογιστεί κανείς τα τεράστια προβλήματα που προκαλεί η ομίχλη στην αεροπορία, στη ναυσιπλοΐα και στις χερσαίες μεταφοράς. Επίσης, οι επιβραδυντικές παρεμβάσεις της ομίχλης στη διαφοροποίηση του ρυθμού ψύξης, λόγω ακτινοβολίας, της επιφάνειας του εδάφους, είναι δυνατό να περισώσουν μια περιοχή από τις καταστρεπτικές πάχνες που επικρατούν κατά το Φθινόπωρο ή την Άνοιξη.
Τέλος, στην περίπτωση που ο καιρός είναι νήνεμος ή ο άνεμος είναι πολύ ασθενής, η ισχύς των ηχητικών κυμάτων μεταβάλλεται με το χρόνο, όταν υπάρχει ομίχλη, καθώς και με τη διεύθυνση της ηχητικής πηγής. Αυτό αποδίδεται στις διαθλάσεις και στις ανακλάσεις των ηχητικών κυμάτων πάνω στα υδροσταγονίδια της ομίχλης. Οι ναυτικοί, για το λόγο αυτό, θα πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικοί στην εκτίμηση της απόστασης διαφόρων αντικειμένων, σε ομιχλώδη καιρό, με τη βοήθεια της σειρήνας του πλοίου.