Οι πηγές και οι αναβλύσεις συνδέονται στενά με τον κύκλο του νερού στη φύση, την υδρολογική ισορροπία και το υδρολογικό ισοζύγιο του υπόγειου νερού. Αποτελούν επίσης μία σημαντική ένδειξη για το είδος της υδροφορίας μιας περιοχής. Κατά το ιστορικό παρελθόν η παρουσία τους ήταν σημαντική για τη δημιουργία οικισμών ή την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων.
Ο TODD, K. (1980) δίνει για τις πηγές τον εξής ορισμό: «είναι μία συγκεντρωμένη εκροή υπόγειου νερού που εμφανίζεται στην επιφάνεια του εδάφους ως ένα ρεύμα νερού που ρέει ελεύθερα». Η πηγή διαστέλλεται από τη διαρροή νερού που είναι μία πιο αργή κίνηση υπόγειου νερού προς την επιφάνεια του εδάφους συνήθως μη σημειακή, αλλά εκτενής (γραμμικά ή διδιάστατα). Οι διαρροές νερού μπορούν να σχηματίζουν τοπικά μικρά τέλματα ή ροές ή να εξατμίζονται, ανάλογα με την παροχή της διαρροής, την τοπογραφία και το κλίμα. Ως ανάβλυση εννοούμε κάθε εμφάνιση υπόγειου νερού στην επιφάνεια του εδάφους ή στον πυθμένα μάζας νερού (ποταμού, λίμνης, θάλασσας).
Υδρογεωλογικά οι πηγές και γενικά οι αναβλύσεις είναι στην πραγματικότητα «υπερχείλιση» υδροφόρων στρωμάτων. Εκφορτίζουν τα υδροφόρα στρώματα. Αυτά τροφοδοτούνται με την κατείσδυση ή τη διήθηση από τα κατακρημνίσματα και ανεβαίνει η στάθμη τους. Οι πηγές εμφανίζονται εκεί που η στάθμη των υδροφόρων στρωμάτων έρχεται σε επαφή με την επιφάνεια του εδάφους. Είναι ο γεωμετρικός τόπος της τομής του υδροφόρου ορίζοντα με τη στάθμη του εδάφους. Γι΄ αυτό εμφανίζονται γεωμορφολογικά στα χαμηλότερα σημεία, στο επίπεδο βάσης, εκτός από τις πηγές που συνδέονται με επικρεμάμενους υδροφορείς (βλ. πιο κάτω). Οι πηγές πάντως αποτελούν σημαντική ένδειξη της υδροφορίας μιας περιοχής. Μεγάλος αριθμός μικρών πηγών στις παρυφές κοιλάδων ή στα κράσπεδα λόφων είναι ένδειξη ρηχού υδροφόρου ορίζοντα με μικρή περατότητα. Αντίθετα μεγάλες πηγές στον πυθμένα κοιλάδων, στο βασικό γεωμορφολογικό επίπεδο, είναι ένδειξη ύπαρξης μεγάλου υδροφόρου με σημαντική περατότητα.
Σχ. 12: Παραστατική απεικόνιση του
συστήματος λειτουργίας μιας πηγής
Σχ. 22: Εφαρμογή της μεθόδου του Mijatovic (κατά Mijatovic 1974) |
ALGROT, M. (1967): «L’ ecoulement de la fontaine
de Vaucluse».
- Travaux du Lab. d’ Hydrogeologie-Geochimie, Universite de Bordeaux, t. XV, 97
p.
BEAUREGARD, J. de (1978): «Le bas debits des cours d’ eau en France. Etiages
normaux et exeptionnels. Frequence et repartition».
- Hydrog. et Geol. de l’ Ing., deuxiere serie, no 3, p. 215-223, editions
B.R.G.M., Orleans (France).
BERKALOFF, E. (1967): «La limite de validite des formulles courantes de
tarrissent du debit».
- Chronique d’ Hydrogeologie, no 10, p. 31-41, editions B.R.G.M., Orleans,
France.
BEZES, C. (1976): «Contribution a la modelisation des systemes aquifers
karstiques».
- Memoires du C.E.R.G.H., v. X, fasc. I-II, p. 1-135, Montpellier.
BOEGLI, A. (1980): «Karst Hydrography and physical Speleologie».
- Springer-Verlag, Berlin, 144 p.
BURGER, A. (1959): «Hydrogeologie du basin de l’ Areuse».
- Bul. Soc. Neuchat. Geogr., t. 52, no 11, fasc. 1, p. 5-304.
DROGUE, C. (1967): «Essai de determination des composantes de l’ ecoulement des
sources karstiques».
- Chronique d’ Hydrog., no 10, p. 43-47, editions du B.R.G.M., Orleans (France).
DROGUE, C. (1969): «Contribution a l’ etude quantitative des systemes
hydrologiques karstiques d’ après l’ exemple de quelques karst perimediterranees».
- These d’ etat, Univ. de Montpellier, 482 p.
DELHOMME, J. (1971): «Essai de schematization de l’ ecoulement de l’ eau dans un
massif calcaire (determination analytique de la reponse unitaire)».
- Rapport LHM R/71/1, 7p. Labor. d’ Hydrologie mathematique, Ecole de Mines,
Paris.
GALABOV, M. (1972): «Sur l’ expression mathematique des hydrogrammes des sources
et le prognostic du debit».
- Bul. B.R.G.M. ser. (2), III, no 2/1972, p. 52-57, Orleáns, France.
FORKASIEWICZ, J.-PALOC, H. (1967): «Le regime de tarissement de la Voux de la
Vis».
- Chronique d’ Hydrogeologie, no 10, kp. 59-73, editions B.R.G.M., Orleans,
France.
MAILLET, E. (1905): «Essais d’ hydraulique souterraine et fluviale».
- Herman, Paris, 218 p+24 fig., 11 graph., h.t.
MANGIN, A. (1974): «Contribution a l’ etude hydrodynamique des aquifers
karstiques, premiere partie».
- Ann. Speleol. 29, no 3, p. 283-332.
MANGIN, A. (1974): «Contribution a l’ etude hydrodynamique des aquifers
karstiques, deuxieme partie».
- Ann. Speleol. T. 26, fasc. 2, p. 283-329, Moulis (Ariege), France.
ΜΑΡΙΝΟΣ, Π. (1973): «Επί της μειώσεως των παροχών των πηγών. Εφαρμογή ετέρας
εξίσωσης επί της εξαντλήσεως και προγνώσεως αυτών».
- Ann. Geol. Pays Hell., τ. 25, σελ. 339-349.
ΜΑΡΙΝΟΣ, Π.-ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ι. (1973): «Η θερμομεταλλική πηγή Υπάτης».
- Ann. Geol. Pays Hell., v. 25, p. 105-214.
MIJATOVIC, B. (1974): «Determination de la transmissivite et du coefficient d’
emmagasinement par la courbe de tarissement dans les aquifers karstiques».
- Mem. A.I.H., Reunion de Montpellier, no 10, p. 225-230.
ΜΠΕΖΕΣ, Κ. (2001): «Υδρογεωλογία πηγών».
- Δακτυλογραφημένες σημειώσεις, 23 σελίδες.
SCHOELLER, H. (1967): «Hydrodynamique dans le karst (ecoulement et
emmagasinement)».
- Chronique d’ Hydrogeologie no 10, p. 7-21, edition B.R.G.M., Orleans, France.
SOULIOS, G. (1985): «Recherches sur l’ unite des systemes aquifers karstiques d’
après des exemples du karst hellenique»
- Journal of Hydrology, v. 81, p. 333-354.
SOULIOS, G. (1991): «Contribution a l’ etude des courbes de recession des
sources karstiques: exemples du pays helleniques».
- Journal of Hydrology, v. 124, p. 29-42.
TISON, G. (1960): «Courbe de tarrissement, coefficient d’ ecoulement et
permeabilite du bassin».
- Memoires A.I.H.S., p. 229-243.
TRIPET, J. (1969): «Une methode d’ approache de l’ analyse du tarrissement d’
une source karstique. Etude preliminaire».
- Mem. B.R.G.M., no 76, p. 701-709, Orleans, France.